ὑψίπολις

From LSJ
Revision as of 13:01, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπολις Medium diacritics: ὑψίπολις Low diacritics: υψίπολις Capitals: ΥΨΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: hypsípolis Transliteration B: hypsipolis Transliteration C: ypsipolis Beta Code: u(yi/polis

English (LSJ)

ιδος or εως, ὁ, ἡ, citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.

German (Pape)

ὁ, ἡ, der Höchste, Erhabenste in der Stadt, Soph. Ant. 356.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπολις: ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.

Greek Monolingual

-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].

Greek Monotonic

ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πολις, ιος, ἡ,
high or honoured in one's city, Soph.