ἀνομαλίζω

From LSJ
Revision as of 12:51, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομαλίζω Medium diacritics: ἀνομαλίζω Low diacritics: ανομαλίζω Capitals: ΑΝΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: anomalízō Transliteration B: anomalizō Transliteration C: anomalizo Beta Code: a)nomali/zw

English (LSJ)

restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. sq.

Spanish (DGE)

igualar τὰς πόλεις Arist.Rh.1412a16.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.

German (Pape)

ausgleichen, ἀνωμαλίσθαι Arist. rhet. 3.11. Vgl. ἀνώμαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομᾰλίζω: уравнивать (τὸ ἀνωμαλίσθαι τὰς πόλεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.

Greek Monolingual

ἀνομαλίζω (Α) ομαλίζω
εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση.

Greek Monotonic

ἀνομαλίζω: μέλ. -σω, αποκαθιστώ την ισότητα, εξομαλίζω, εξισώνω, Παθ. απαρ. παρακ. αʹ ἀνωμαλίσθαι, σε Αριστ.

Middle Liddell


to restore to equality, equalise, 1 perf. pass. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.