πολύριζος
English (LSJ)
πολύριζον, = πολύρριζος, ἀσφόδελος Epigr.Gr.1135 (Naples, vase).
Greek (Liddell-Scott)
πολύριζος: -ον, ἀντὶ πολύρριζος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1135.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύριζος, -ον, ΝΑ
βλ. πολύρριζος.
German (Pape)
s. πολύρριζος.