αἱμομίκτης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
αἱμομίκτης: ὁ, ὁ συγγινόμενος συγγενεῖ ἐξ αἵματος, Πανδέκτῃ.
Spanish (DGE)
-ου incestuoso de Zeus, Sch.Er.Il.16.432c.
German (Pape)
ὁ, der Blutschande treibt, Schol Il. 16.432.
Translations
incestuous
Belarusian: кровазмяшальны; Catalan: incestuós; Czech: krvesmilný; Dutch: incestueus; Finnish: sukurutsainen; French: incestueux; German: inzestuös; Greek: αιμομικτικός; Ancient Greek: αἱμομίκτης, ἔναιμος, μητροκοίτης; Hungarian: vérfertőző; Italian: incestuoso, incestuale; Latin: incestus; Manx: croiaghtagh; Polish: kazirodczy; Portuguese: incestuoso; Russian: кровосмесительный, инцестуозный; Spanish: incestuoso; Ukrainian: кровозмі́сний; Welsh: llosgachol