διαγρηγορέω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
start into full wakefulness, Ev.Luc.9.32; keep awake, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. Hdn.3.4.4.
Spanish (DGE)
estar desvelado διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον se desvelaron y lo vieron (a Jesucristo transfigurado) Eu.Luc.9.32, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν ... καὶ δέει διαγρηγορήσαντες Hdn.3.4.4, cf. Eus.M.23.892C, Nil.M.79.580D., Didym.in Zacch.1.274.
German (Pape)
durchwachen, Herodian. 3.4.8.
Russian (Dvoretsky)
διαγρηγορέω: пробуждаться, просыпаться NT.
Greek (Liddell-Scott)
διαγρηγορέω: διατελῶ ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Ἡρωδιαν. 3. 4· ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρομαι, ἐξυπνῶ, Ν. Δ., Βυζ.
English (Strong)
from διά and γρηγορεύω; to waken thoroughly: be awake.
English (Thayer)
διαγρηγόρω: 1st aorist διεγρηγόρησα; to watch through, (Herodian, 3,4, 8 (4, Bekker edition) πάσης τῆς νυκτός ... διαγρηγορήσαντες, Niceph. Greg. Hist. Byz., p. 205f. and 571a.); to remain awake: βεβαρημένοι ὕπνῳ); (others (e. g., R. V. text) to be fully awake, cf. Niceph. as above, p. 205f. δόξαν ἀπεβαλομην ὥσπερ οἱ διαγρηγορήσαντες τά ἐν τοῖς ὑπνοῖς ὀνειρατα; Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 11 f).
Chinese
原文音譯:diagrhgoršw 笛阿-格雷哥雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-喚醒 相當於: (מִשְׁמָר) (שָׁקַד)
字義溯源:徹底清醒,在清醒著,清醒;由(διά)*=通過)與(γρηγορέω)=保持醒覺)組成;而 (διαβλέπω)出自(ἐγείρω)*=醒)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 既清醒了(1) 路9:32
French (New Testament)
-ῶ
veiller
[διά, γρηγορέω]