κυνοκεφάλαιον
English (LSJ)
v. ἀνεμώνη, Hsch.
Greek Monolingual
κυνοκεφάλαιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλαιον (< κεφαλή)].
German (Pape)
τό, oder κυνοκεφάλιον, eine Pflanze, die gew. ἀνεμώνη heißt, Sp.
v. ἀνεμώνη, Hsch.
κυνοκεφάλαιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλαιον (< κεφαλή)].
τό, oder κυνοκεφάλιον, eine Pflanze, die gew. ἀνεμώνη heißt, Sp.