κυνοκεφάλαιον

Revision as of 09:11, 21 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

v. ἀνεμώνη, Hsch.

Greek Monolingual

κυνοκεφάλαιον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ανεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλαιον (< κεφαλή)].

German (Pape)

τό, oder κυνοκεφάλιον, eine Pflanze, die gew. ἀνεμώνη heißt, Sp.