συννεανιεύομαι
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
wanton youthfully together, ἀλλήλοις D.C.51.8, cf. 72.4.
Greek (Liddell-Scott)
συννεᾱνιεύομαι: ἀποθ., ὁμοῦ νεανικῶς φέρομαι, Δίων Κ. 51. 8., 72. 4.
Greek Monolingual
Α
φέρομαι νεανικά, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νεανιεύομαι «βρίσκομαι σε νεαρή ηλικία, ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος»].
German (Pape)
[ᾱ], mit od. zusammen jung, jugendlich, mutwillig sein, mit Andern sich jugendlich betragen, Sp.