ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: μυχλός | Medium diacritics: μυχλός | Low diacritics: μυχλός | Capitals: ΜΥΧΛΟΣ |
Transliteration A: mychlós | Transliteration B: mychlos | Transliteration C: mychlos | Beta Code: muxlo/s |
σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for
A stallionass, Id.; cf. μύκλα.
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».