ἐπισεσυρμένως
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
(ἐπισύρω ΙΙ) carelessly, perfunctorily, Epict.Ench. 31, Simp. in eund.p.53 D., EM191.34.
German (Pape)
[Seite 976] (vom partic. perf. pass. von ἐπισύρω), fahrlässig, leichtsinnig, im Gegensatz von κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, Schol. Ar. Ran. 1545; Clem. Al.; neben ἀμελῶς, im Gegensatz von καθαρῶς, Epict. Enchir. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισεσυρμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπισύρω, ὀκνηρῶς, νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπίκτ. Ἐγχείρ. 31, Κλήμ. Ἀλ. 958.
Greek Monolingual
ἐπισεσυρμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. του επισύρω) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία.