κορυφή

From LSJ
Revision as of 14:52, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφή Medium diacritics: κορυφή Low diacritics: κορυφή Capitals: ΚΟΡΥΦΗ
Transliteration A: koryphḗ Transliteration B: koryphē Transliteration C: koryfi Beta Code: korufh/

English (LSJ)

ἡ, (κόρυς) A head, top: hence, 1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap.309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA491a34; τὸ ὀστέον τῆς κορυφῆς Hp.VC2. 2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.), οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456; ὄρεος κορυφῇσι 3.10, cf. Alcm.60.1; κορυφαὶ γαίας B.5.24; κορυφὴ Οὐλύμποιο Il.1.499, cf. Ar.Nu.270; Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27; τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12; κορυφὴ πόληος Alc.Supp.17.6; ἀστρογείτονας κορυφή A.Pr.722, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99. 3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κορυφὴν [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti.119e; ἵσταται κατὰ κορυφὴν ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κορυφὴν, with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κορυφὴν λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3. 4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti.21e; point of an angle, τὸ ἐπὶ τὴν κορυφὴν μέρος Plb.1.26.16, etc.; apex of a cone, Arist.Mete.362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def. 5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in plural, fingertips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7. II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23; ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα Pl.Cra.415a; but λόγων κορυφὰν ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κορυφὴν ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κορυφὴ τοῦ κακοῦ height, full development of... Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ib.1.16. 2 height, excellence of... i.e. the choicest, best, κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κορυφὴ ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9; φιάλαν… πάγχρυσον κορυφὴν κτεάνων Id.O.7.4; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79. 3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92. 4 ἡ τῆς οἰκουμένης κορυφή, of Rome, Lib.Or.59.19.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
sommet :
I. au propre;
1 sommet de la tête;
2 sommet d'une montagne;
3 sommet en gén. : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; en parl. du soleil κατὰ κορυφήν au zénith;
II. fig. sommet, couronnement, achèvement.
Étymologie: DELG κόρυς bien entendu ; cf. κόρυμβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυφή -ῆς, ἡ, Dor. κορυφά [~ κόρυμβος] Ion. dat. plur. - ῇσι kruin, hoofd (van mens of dier); overdr.: hoofdknik:. κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα als door de hoofdknik van Zeus de zaak bekrachtigd wordt Aeschl. Suppl. 92. bovenste deel, bergtop:; ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν om via het gebergte de Macedonische vlakte binnen te dringen Thuc. 2.99.1; zenit:; τοῦ κατὰ κορυφὴν ἱσταμένου σημείου van het gesternte dat in het zenit staat Plut. Mar. 11.9; math. top (van driehoek). overdr. toppunt:; ἀέθλων κ. de koningin der spelen Pind. O. 2.14; hoofdzaak:. τὴν κορυφὴν... τῶν εἰρημένων de kern van het betoog Plat. Crat. 415a.

Russian (Dvoretsky)

κορῠφή: дор. κορῠφά (ᾱ) ἡ (эп.-ион. dat. pl. κορυφῆσι)
1 верхняя часть головы, макушка (Hom., Her.; μέσον ἰνίου καὶ βρέγματος κ., sc. ἐστίν Arst.);
2 вершина, верхушка (οὔρεος, Ἴδης Hom.; Καυκάσου Arst.);
3 высшая точка: τὸ κατὰ κορυφὴν σημεῖον Plut. зенит;
4 мат. вершина (τοῦ κώνου Arst.);
5 перен. верх, совершенство (κορυφαὶ πολίων Pind.): παντὸς ἔχειν κορυφάν Pind. быть лучшим из всех; κ. ἀέθλων Pind. важнейшие из состязаний (т. е. Олимпийские);
6 основной смысл, сущность, суть (λόγων προτέρων Pind. - ср. 8): ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα Plat. перехожу к сути того, что я сказал;
7 высшая власть (Διός Aesch.);
8 завершение, итог (λόγων κορυφαί Pind. - ср. 6): τὴν κορυφὴν ἐπιτιθέναι Plut. завершать, заканчивать.

English (Autenrieth)

(cf. κόρυς, κάρη): crest, summit. (Il. and Od. 9.121.)

Greek Monolingual

και κορφή, η (ΑM κορυφή, Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και κορφή)
1. το ανώτατο σημείο του κεφαλιού του ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την κορφή ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῖται κρόταφος», Αριστοτ.)
2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος (α. «η κορυφή του βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», Πίνδ.)
3. (γενικά) κάθε ψηλό μέρος (α. «ο ήλιος βρίσκεται στην κορυφή του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν», Θουκ.)
4. σημείο σχήματος ή στερεού που απέχει από τη βάση περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «κορυφή γωνίας» — το σημείο συνάντησης τών δύο πλευρών της γωνίας
β. «κορυφή καμπύλης» — σημείο της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη καμπυλότητα
γ. «κορυφή κώνου» — το σημείο από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές του κώνου
δ. «κορυφή πολυγώνου» — το σημείο συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνου
ε. «κορυφή πυραμίδας» — το σημείο σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδας
στ. «κορυφή τριγώνου» — το κοινό σημείο δύο πλευρών τριγώνου
ζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη σχῆμα τῆς τάξεως ἔμβολον, οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν μέρος ἦν κοῖλον», Πολ.)
5. ο τρυφερός βλαστός φυτού που βρίσκεται στο άνω άκρο του, η κορφάδα
6. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο, ο εξέχων, ο άριστος, ο κορυφαίος (α. «αυτός ο γιατρός ήταν κορυφή» β. «η κορυφή της Εκκλησίας» — ο Χριστός)
7. φρ. «κατά κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μιας είναι προεκτάσεις τών πλευρών της άλλης
νεοελλ.
1. το ανθόγαλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το αφρόγαλα, το καϊμάκι
2. φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στη μέγιστη τιμή την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο μέγεθος μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
3. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας φοινικίδες
μσν.
1. (ως τιμητικός τίτλος) υψηλότητα, μεγαλειότητα
2. φρ. α) «ἁγία κορυφή» ή «θεία κορυφή» — το ανώτατο σημείο του όρους Σινά
β) «κατά κορυφῆς» — κατακόρυφα
μσν.-αρχ.
η υπέρτατη αρχή, η εξουσία («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα τέλειον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», Πίνδ.)
2. το οστό του κόκκυγα
3. ιατρ. απόστημα
4. η κρίσιμη κατάσταση («τοῦ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)
5. το κύριο θέμα, η υπόθεσηἔρχομαι γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», Πλάτ.)
6. στον πληθ. αἱ κορυφαί
τα άκρα τών δακτύλων
7. φρ. α) «λόγων κορυφαί» — η κορωνίδα, το τέλος τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», Πλούτ.)
β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή σημασία τών λόγων (Πίνδ.)
γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο (Εμπ.)
δ) «κατά κορυφήν» — κατακόρυφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κορυφή / κόρυφος εμφανίζει θ. κορυ- (πρβλ. κόρυς «περικεφαλαία») και επίθημα -φη / -φος (πρβλ. κόλαφος) συνδεόμενη με τη λ. κόρυμβος. Ο τ. κορφή προήλθε με σίγηση του -υ- μετά από υγρό (πρβλ. περιβόλι: περβόλι).Παράγωγα και σύνθετα του κορυφή (και κορφή):
ΠΑΡ. κορύφαινα, κορυφαίος, κορυφάς
αρχ.
κορυφήνδε, κορυφιστήρ, κορυφιστής, κορυφώδης
αρχ.-μσν.
κορύπτω, κορυφώ
μσν.
κορυφιακός
νεοελλ.
κορυφώνω, κορφάδα, κορφιάς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορυφαγενής
νεοελλ.
κορυφογραμμή, κορυφολόγος, κορυφοτομία, κορφοβούνι, κορφοδιάσελο, κορφολάτης, κορφολόγος, κορφοπάτης, κορφοπλάτωμα, κορφοστεφανώνω, κορφόφυλλο. (Β συνθετικό) ακόρυφος, δικόρυφος, τρικόρυφος
αρχ.
ευκόρυφος, ισοκόρυφος, μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος, συγκόρυφος
νεοελλ.
αμβλυοκόρυφος, γωνιοκόρυφος, κατακόρυφος, οξυκόρυφος, πολυκόρυφος, υψικόρυφος, βουνοκορφή, βραχοκορφή, δεντροκορφή, ψηλοκορφή].

Greek Monotonic

κορῠφή: ἡ (κόρυς),
I. κεφάλι, κορυφή, ανώτατο σημείο, απ' όπου·
1. η κορυφή ή το πάνω μέρος του κεφαλιού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. η κορυφή, το υψηλότερο σημείο του βουνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αισχύλ.
II. 1. μεταφ., το ύψιστο σημείο, Λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, είναι το καλύτερο απ' όλα, σε Πίνδ.· κορυφὰ λόγων προτέρων, η ουσία, η αληθινή σημασία των παλιών μύθων, στον ίδ.
2. το ύψος ή η εξοχότητα κάποιου πράγματος, δηλ. το εκλεκτότερο, ευγενέστερο, άριστο, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφή: ἡ, (κόρυς), ἡ κεφαλή, τὸ ἀνώτατον μέρος, ἡ ἄκρα, ἐντεῦθεν, 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον ἄκρον, ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ ὀστέον τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. φαλακρότης. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ κορυφή, τὸ ἀνώτατον σημεῖον ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) καθόλου, πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν μέρος, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν ὑπεράνω τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν ἵσταταιἥλιος, ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν σημεῖον, τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) ἡ κορυφή, apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ σημεῖον εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. μέρος Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον σημεῖον κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = κόκκυξ IV, Πολυβ. Β΄, 183· ὡσαύτως, τὸ ἄκρον δακτύλου, αὐτόθι 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον σημεῖον, ἡ κορωνίς, λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, εἶναιἀνώτατος, κάλλιστος πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ οὐσία, ἡ ἀληθὴς σημασία τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. κολοφών· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ κρίσιμος κατάστασις αὐτοῦ..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ πόλεων Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν αὐτόθι 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη δύναμις, ἐξουσία, κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: top, skull, also metph. (Il.).
Other forms: Dor. -φά
Compounds: Compp., e. g. κορυφα-γενής head born, prop. of Athena, metaph. (Pythag. in Plu. 2, 381f.), δι-κόρυφος with two summits (E., Arist.).
Derivatives: κορυφαῖος m. the firste, head-, choirleader (IA.), second. adj. at the head (Plu., Hdn.), κορυφαιότης leadership (Corp. Herm.); κορυφαῖον the upper part of a hunting-net, -φαία the head part of a bridle (X., Poll.). - κορυφώδης with summits (Hp.). - κορυφάς f. edge of the navel (Hp. ap. Gal.); -φίς, -φών = κορυφή (Gloss.), κόρυφος m. = κορυφή (Epid.), = κόρυμβος γυναικεῖος H. - κορύφαινα f. name of a fish, ἵππουρις (Dorio ap. Ath.); on the motive Strömberg Fischnamen 59, on the suffix ibd. 137; κορύφια pl. kind of molluscs (Xenokr. ap. Orib.). - κορυφιστήρ = κορυφαῖον (Poll.), also forehead-band (sch.); cf. βραχιονιστήρ (Chantraine Formation 328), -ιστής id. (H.). - Denomin. verbs: 1. κορυφόομαι rise up high (Il.), count together (hell.), -όω bring to the top (medic.), with κορύφωμα summum (Ath. Mech.), -ωσις top of a pyramide (Nicom.). - 2. κορύπτω butt with the skull (horns) (Theoc.; on the formation Schwyzer 705) with κορυπτίλος butting (Theoc.); after τροχίλος, σποργίλος (Chantraine Formation 249), prob. hypocoristisc; also κορύπτης, -τόλης id. (EM, H.); ἐκορυπτίας ἐγαυρίας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation with φ-suffix (Schwyzer 495, Chantraine 264), from an υ-stem (but the word is non-IE!), which some see in κόρυς; the meaning speaks against this deriv. - Wrong combinations in Bezzenberger-Fick BB 6, 237 (s. Bq) and Persson Beitr. 1, 179 (s. WP. 1, 406). - Since long recognized as Pre-Greek, κορυφ-, with prenasalization κορυμβ-.
See also: - S. also κόρυμβος.

Middle Liddell

κορῠφή, ἡ, κόρυς
I. the head, top, highest point; hence,
1. the crown or top of the head, Il., Hdt., Attic
2. the top or peak of a mountain, Il., Hdt., Aesch.
II. metaph. the highest point, Lat. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Pind.; κορυφὰ λόγων προτέρων the sum and substance of ancient legends, Pind.
2. the height or excellence of a thing, i. e. the choicest, noblest, best, Pind.

Frisk Etymology German

κορυφή: {koruphḗ}
Forms: dor. -φά
Meaning: Gipfel, Scheitel, auch übertr. (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. κορυφαγενής kopfgeboren, eig. von Athena, übertr. (Pythag. bei Plu. 2, 381f.), δικόρυφος mit zwei Gipfeln (E., Arist. u. a.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, oft in technischem Sinn: κορυφαῖος m. der Erste, Haupt, Chorführer (ion. att.), sekund. Adj. zu oberst (Plu., Hdn. u. a.), κορυφαιότης Führertum (Corp. Herm.); κορυφαῖον die obere Kante eines Jagdnetzes, -φαία das Hauptgestell eines Zaums (X., Poll.). — κορυφώδης mit Gipfel versehen (Hp.). — κορυφάς f. Nabelkante (Hp. ap. Gal.); -φίς, -φών = κορυφή (Gloss.), κόρυφος m. = κορυφή (Epid.), = κόρυμβος γυναικεῖος H. — κορύφαινα f. N. eines Fisches, ἵππουρις (Dorio ap. Ath. u. a.); zum Benennungsmotiv Strömberg Fischnamen 59, zum Suffix ebd. 137; κορύφια pl. Art Mollusken (Xenokr. ap. Orib.). — κορυφιστήρ = κορυφαῖον (Poll.), auch Stirnband (Sch.); vgl. βραχιονιστήρ u. a. (Chantraine Formation 328), -ιστής ib. (H.). — Denominative Verba: 1. κορυφόομαι sich gipfeln, sich hoch auftürmen (poet. seit Il., sp. Prosa), zusammenzählen (hell. u. sp.), -όω zum Gipfel bringen (Mediz.), mit κορύφωμα Auftürmung, Höhepunkt (Ath. Mech.), -ωσις Gipfel einer Pyramide (Nikom.). — 2. κορύπτω ‘mit dem Scheitel (den Hörnern) stoßen’ (Theok. u. a.; zur Bildung Schwyzer 705) mit κορυπτίλος stößig (Theok.); nach τροχίλος, σποργίλος u. a. (Chantraine Formation 249), wohl hypokoristisch; auch κορύπτης, -τόλης ib. (EM, H.); ἐκορυπτίας· ἐγαυρίας H.
Etymology: Bildung mit φ-Suffix (Schwyzer 495, Chantraine 264), zunächst einen υ-Stamm voraussetzend, der ja tatsächlich in κόρυς, -υν (s. d.) vorliegt; gegen direkte Ableitung spricht aber die Bedeutung. — Verfehlte Kombinationen bei Bezzenberger-Fick BB 6, 237 (s. Bq) und Persson Beitr. 1, 179 (dagegen WP. 1, 406). — S. auch κόρυμβος.
Page 1,926-927

English (Woodhouse)

crest, top, brow of a hill, crown of the head, of a hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κόρυς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

German (Pape)

ἡ (vgl. κόρυς), eigtl. der Scheitel, Wirbel am Kopf, Medic.; Poll. 2.38; der oberste Teil des Kopfes, nach Arist. H.A.1.7 zwischen βρέγμα und ἴνιον liegend; πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσασα Pind. Ol. 7.36; beim Pferde wird es Il. 8.83 beschrieben : ἄκρην κὰκ κορυφήν, ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι; vgl. Xen. re Eq. 1.11; des Menschen, H.h. Apoll. 309, Her. 4.187 und A. – Bes. auch Berghaupt, Berggipfel; οὔρεος ἐκ κορυφῆς Il. 2.456; Οὐλύμποιο 1.499, öfter; Αἴτνας μελάμφυλλοι Pind. P. 1.27; Παρνησιάδες Eur. Ion 86; Ar. Nub. 271; auch in Prosa, Her. 8.37, 4.181, Thuc. 2.99 und A.; ἀπὸ τᾶς κορυφᾶς ἐς τὰν βάσιν Tim.Locr. 98b. – Der Scheitelpunkt des Winkels, Pol. 1.26.16; die Spitze des Dreiecks, 2.14.8; Mathem. Bei Poll. 2.146 Fingerspitzen. Auch ein Teil eines Knochens, 2.183. – Übh. das Höchste, Vortrefflichste, Pind. oft, ἀέθλων Ol. 2.14, πάγχρυσος κτεάνων 7.4, παντὸς ἔχει κορυφάν, den Gipfel von Allem, P. 9.82, ἀρετᾶν N. 1.34, wie Ol. 1.13; die höchste Gewalt, κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα τέλειον Aesch. Suppl. 86; die Hauptsache, ἔρχομαι γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα Plat. Crat. 415a; vgl. τελεύτασαν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι Pind. Ol. 7.68; τὴν κορυφὴν ἐπιτιθέναι, den Gipfel hinzufügen, beendigen, vollenden, Plut. Sol. an. 22.