δυσάλωτος

From LSJ
Revision as of 12:16, 9 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾰ́λωτος Medium diacritics: δυσάλωτος Low diacritics: δυσάλωτος Capitals: ΔΥΣΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: dysálōtos Transliteration B: dysalōtos Transliteration C: dysalotos Beta Code: dusa/lwtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A hard to catch or hard to take, ἄγρα Pl.Ly.206a (Comp.); of birds and fish, Arist.HA615a17,599b25; ἐρύματα Ph.2.133.
2 hard to conquer, ἀρχά A.Pr.167 (lyr.); πάθος Luc.Abd.18 (Sup.); immune, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις δυσάλωτον σῶμα Gal.4.742; πρὸς νόσους Sor.1.32 (Comp.): c. gen., δυσάλωτος κακῶν beyond reach of ills, S. OC1723(lyr.).
3 hard to comprehend, Pl.Ti.51a (Sup.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1difícil de tomar o conquistar, ἀρχά A.Pr.167, ὀχυρώματα IIasos 612.20 (II a.C.), πόλις D.H.1.66, cf. 5.43, I.AI 8.364, φρουρίων δυσάλωτοι κατασκευαί I.BI 7.370, cf. Plu.2.311c, Gr.Naz.M.36.345A, χωρίον Plu.2.181c, cf. D.C.41.12.2, ἐρύματα Ph.2.133, c. dat. instrum. (πύργοι) δυσάλωτοι πυρί I.BI 3.284
neutr. subst. τὸ δυσάλωτον = dificultad para conquistar τῆς φρουρᾶς Gr.Naz.M.36.345A.
2 difícil de atrapar o capturar ἄγρα Pl.Ly.206a, cf. Arist.HA 615a17, de los atunes, Arist.HA 599b25, Ath.301e, λῃσταί Hld.2.24.1.
II de pers. y abstr.
1 que está fuera del alcance, inalcanzable c. gen. κακῶν γὰρ δ. οὐδείς nadie está fuera del alcance de desgracias S.OC 1723, c. dat. τοῖς ἀντιπάλοις δυσάλωτοι Philostr.Gym.35, καὶ τῷ θεῷ δ. ἐφαίνετο = incluso para el dios parecía difícil de atrapar ref. a un amor inalcanzable, X.Eph.1.2.1, ὕπνῳ Hld.4.4.2
sin rég. bien protegido, invulnerable Luc.Tyr.15, Plu.2.532c
en un asedio inexpugnable οἱ Φαλίσκοι ... δυσάλωτοι ὄντες D.C.24.3
de Dios difícil de alcanzar δυσάλωτόν τι χρῆμα καὶ δυσθήρατον Clem.Al.Strom.2.2.5.
2 fig., de abstr. difícil de captar o comprender εἶδός τι Pl.Ti.51a
difícil de dominar πάθος ἁπάντων παθῶν τὸ δυσαλωτότατον Luc.Abd.18, τὴν δυσάλωτον ἰσχὺν δεδιώς Ph.1.670.
3 medic. poco propicio a caer en la enfermedad, que ofrece resistencia c. dat. o giro prep. σώματα ... δυσάλωτα ... ταῖς νόσοις Dsc.Ther.proem.p.46, τῶν γυναικῶν δυσαλωτοτέρας πρὸς νόσους Sor.1.9.70, τοῖς ἔξωθεν αἰτίοις τὸ συμμέτρως διακείμενον σῶμα δ. Gal.4.742, tb. sin rég. τὸ σῶμα τηρῶν δυσάλωτον Plu.Caes.17.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu fangen, einzunehmen; ἀρχή Aesch. Prom. 196; ἄγρα Plat. Lys. 206 a; Folgende; – κακῶν δ., vom Unglücke schwer zu fassen, Soph. O. C. 1721, ch. – Übertr., schwer zu fassen, zu begreifen, Plat. Tim. 51 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à prendre ; difficile à conquérir ; δυσάλωτος κακῶν SOPH hors de l'atteinte du malheur.
Étymologie: δυσ-, ἁλίσκομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσάλωτος:
1 трудноуловимый, неуловимый (ἄγρα Plat.; τροχίλος, ἰχθύς Arst.);
2 с трудом завоевываемый, неприступный (ἀρχή Aesch.; χωρίον Plut.);
3 недоступный, недостижимый: κακῶν δ. οὐδείς Soph. никому не избежать злой судьбы;
4 трудный для понимания, непостижимый (ἀπορώτατος καὶ δυσαλωτότατος Plat.);
5 неуязвимый (для болезней), т. е. выносливый, закаленный (σῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσάλωτος: -ον, ὃν δυσκόλως συλλαμβάνει τις ἢ λαμβάειν, ἄγρα Πλάτ. Λύσ. 206Α· ἐπὶ πτηνῶν καὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 6., 9. 11, 5. 2) ὃν δυσκόλως νικᾷ τις ἢ κυριεύει, ἀρχὰ Αἰσχύλ. Πρ. 166· μετὰ γεν., δ. κακῶν, ὃν δὲν δύνανται νὰ καταλάβωσι τὰ κακά, Σοφ. Ο. Κ. 1723. 3) δύσληπτος, δυσνόητος, Πλάτ. Τιμ. 51Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσάλωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος
αρχ.-μσν.
αήττητος
αρχ.
1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος
2. δυσνόητος.

Greek Monotonic

δυσάλωτος: -ον (ἁλῶναι),·
I. δύσκολος στο να συλληφθεί ή να πιαστεί, ἄγρα, σε Πλάτ.
2. δύσκολος στο να κατακτηθεί, δυσπόρθητος, οχυρός, σε Αισχύλ.· με γεν., δ. κακῶν, μακριά από την επιρροή των κακών, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-άλωτος, ον adj ἁλῶναι
1. hard to catch or take, ἄγρα Plat.
2. hard to conquer, Aesch.; c. gen., δ. κακῶν beyond reach of ills, Soph.

English (Woodhouse)

hard to catch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий