κτηνίατρος
English (LSJ)
ὁ,
A cattle-doctor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.
ὁ,
A cattle-doctor, Gloss.
[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.
κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.