Σόλοι

From LSJ
Revision as of 18:35, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.

Greek Monolingual

οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.

Russian (Dvoretsky)

Σόλοι: οἱ Солы
1 город на сев.-зап. берегу Кипра Aesch., Her.;
2 впосл. Πομπηϊούπολις, приморский г. Киликии, родина философа Хрисиппа, комедиографа Филемона и поэта Арата Xen.