μέλαν
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ᾰνος, τό, (neut. of μέλας)
A ink, Pl.Phdr.276c; τὸ μ. τρίβων D.18.258, cf. Herod.5.66, etc.; μ. γραφικόν Dsc.1.69; used of a drawing material capable of erasure, Procl.Hyp.3.72.
2 μ. Ἰνδικόν indigo, Peripl.M.Rubr.39.
II iris of the eye, Arist. HA491b21.
b cornea, Gal.14.772.
2 = αἰδοῖον, τὸ μ. τῷ μ. συναρμόσαι PMag.Par.1.403.
German (Pape)
[Seite 119] τό, das Schwarze, s. μέλας. Als subst. bes. die Tinte, Leon. Al. 25 (IX, 350); Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
neutre de μέλας;
un papyrus magique parle de τὸ μέλαν pour désigner les deux sexes, probablement une allusion à la toison pubienne.
Russian (Dvoretsky)
μέλαν:
I n к μέλας.
ᾰνος τό
1 темная сердцевина (δρυός Hom.);
2 черная краска (ὀφθαλμοὶ ἐναληλιμμένοι μέλανι Plat.);
3 чернила Plat., Dem., Plut., NT;
4 черное пятно, черная крапинка Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μέλᾰν: ᾰνος, τό, (οὐδ. τοῦ μέλας) ὡς οὐσ. τὸ μέλαν = ἡ μελάνη, Πλάτ. Φαῖδρ. 276C· τὸ μ. τρίβων Δημ. 313. 11, κέλευσον ἐλθεῖν τὸν στίκτην ἔχοντα γραφίδα καὶ μέλαν Ἡρώνδ. V, 66.
English (Autenrieth)
dat. μείλανι, comp. μελάντερος: dark, black, in the general and extensive meaning of these words, opp. λευκός, Il. 3.103; said of dust, steel, blood, wine, water, grapes, ships, clouds, evening, night, death.—As subst., μέλαν δρυός, i. e. the ‘heart-wood,’ which is always the darkest, Od. 14.12.
English (Strong)
neuter of μέλας as noun; ink: ink.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μέλᾰν: -ᾰνος, τό (μέλας), μαύρη βαφή, μελάνι, σε Δημ.
Middle Liddell
μέλᾰν, ᾰνος, εος, τό, μέλας
black pigment, ink, Dem.