παμμήκης

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμήκης Medium diacritics: παμμήκης Low diacritics: παμμήκης Capitals: ΠΑΜΜΗΚΗΣ
Transliteration A: pammḗkēs Transliteration B: pammēkēs Transliteration C: pammikis Beta Code: pammh/khs

English (LSJ)

ες, very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as adverb, πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.

German (Pape)

[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμήκης -ες [πᾶς, μῆκος] zeer lang.

Russian (Dvoretsky)

παμμήκης:
1 крайне длинный, чрезвычайно продолжительный (λόγος Plat.; χρόνος Arst.; βίος Plut.): ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν Plat. сочинять длиннейшие речи;
2 долгий, протяжный (γόος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.

Greek Monolingual

παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

παμμήκης: -ες (μῆκος), πολύ μακρύς, μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

παμ-μήκης, ες μῆκος
very long, prolonged, Soph., Plat.

English (Woodhouse)

very long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)