φιλοτέχνημα

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτέχνημα Medium diacritics: φιλοτέχνημα Low diacritics: φιλοτέχνημα Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: philotéchnēma Transliteration B: philotechnēma Transliteration C: filotechnima Beta Code: filote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό, A work of art, chef-d'oeuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλοτεχνήματος = the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1 искусное сооружение, западня Diod.;
2 произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.