ἀγεννής

From LSJ
Revision as of 19:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγεννής Medium diacritics: ἀγεννής Low diacritics: αγεννής Capitals: ΑΓΕΝΝΗΣ
Transliteration A: agennḗs Transliteration B: agennēs Transliteration C: agennis Beta Code: a)gennh/s

English (LSJ)

ές, (γέννα) A = ἀγενής ΙΙ (q.v.), low-born, Hdt.1.134 (Comp.), Pl.Prt.319d, etc.; οἱ ἀ, opp. οἱ γενναῖοι, Arist.Pol.1296b22, etc.; of a cock, Pl.Tht.164c, Men.223.13. 2 of things, sordid, Hdt.5.6, Pl.Grg.465b, 513d, al.; βωμολοχεύματ' Ar.Pax748; οὐδὲν ἀ. Dem.21.152. Adv. -νῶς E.IA1458, Pl.Com.46.6.—In Pl. mostly with neg., οὐκ ἀ. Chrm. 158c, etc.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de pers. innoble, de clase baja, plebeyo Hdt.1.134, Pl.Prt.319d, Lg.690a, Plb.15.10.5, Arr.Epict.3.24.62, D.C.52.8.7
subst. οἱ ἀγεννεῖς op. οἱ γενναῖοι Arist.Pol.1296b22
peyor. vil, cobarde op. τολμηρός Plb.4.8.9, Προυσίας ὁ βασιλεύς ... πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀ. καὶ γυναικώδης Plb.36.15.1.
2 de anim. que no es de raza, que es de mala raza Pl.Tht.164c, Men.Th.fr.1.13.
3 de acciones o abstr. propio de personas de baja ralea, mezquino, de poca monta, vil τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὴς κέκριται, τὸ δὲ ἄστικτον ἀ. Hdt.5.6, ἡ κομμωτική Pl.Grg.465b, ἡ (παρασκευή) πρὸς ἡδονήν Pl.Gorg.513d, βωμολοχεύματα Ar.Pax 748, frec. en litotes οὐδὲν ἀγεννές D.21.152, οὐκ ἀγεννεῖς διατριβάς ... ἔχων Aeschin.2.149, οὐκ ἀ. πρᾶξις Plb.5.111.3, cf. Aen.Gaz.Ep.20, en el giro οὐκ ἀ. c. inf. Aret.CA 1.7.3.
II adv. -ῶς vil, cobarde, abyecta, miserablemente E.IA 1457, Pl.Com.46.6, οὐκ ἀγεννῶς con nobleza, con valor Pl.Chrm.158a, Grg.492d, R.529a, Phdr.264b, φάος δ' ἀπ[έ] λειπον ἀ. en el epitafio de un gladiador muerto en combate IP 577.10 (imper.), μὴ ἀ. τὸν πόλεμον διενέγκοιμεν Aen.Gaz.Ep.16, cf. Anaximen.11b.2, cf. Fr.Lex.III.

German (Pape)

[Seite 12] ές, ist nach der Mehrzahl der mss. die richtigere Schreibung für ἀγενής, wo es, von niedriger Herkunft u. bes. von unedler Gesinnung gesagt, dem γενναῖος eutgegensteht, wie oft bei Plat. u. A. neben κακοῦργος u. ἀνελεύθερος, Gorg. 465 b; von einem βάναυσος u. ἀγοραῖος βίος Arist. Pol. 7, 8, 2; ἀγ. διατριβὰς ἤχειν Aesch. 2, 149; τὸ ἀγεννὲς καὶ ταπεινόν Plut. discr. am. et ad. 38; καὶμαλθακός Luc. Tim. 32. Von Schönheit u. Anstand oft Plut., z. B. neben ἄμορφον Lyc. 16; von Thieren, ἀλεκτρυών Plat. Theaet. 164 c; vgl. Men. bei Stob. Floril. 106, 8; κύων ἀγ. καὶ φαῦλος Dem. 26, 22; von Pflanzen, ἄγριον βλάστημα καὶ ἀγεννές Plut. de vit. pud. 2; übrtr. τὰ πλεῖστα τῆς χώρας ἀγεννῆ καὶ φαῦλα Plut. Sol. 22; ξύλον Ant. 38. – Adv. ἀγεννῶς, παίζειν Plat. com. Ath. VIII, 666 d; bes. mit der Negation, anständig, edel, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de basse origine;
2 sans noblesse, insignifiant, vulgaire, bas, vil, méprisable.
Étymologie: , γέννα.

Russian (Dvoretsky)

ἀγεννής:
1 безродный, низкого происхождения Her., Plat., Plut.;
2 неблагородный, низкий, низменный, Her., Plat., Arst., Plut.;
3 жалкий, невзрачный, дрянной (κύων Dem.; βλάστημα Plut.): τὰ πλεῖστα τῆς χώρας ἀγεννῆ (ἦν) Plut. большая часть страны была бесплодна; ξύλον ἀγεννὲς εἰς μῆκος Plut. низкорослое дерево.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγεννής: -ές, (γέννα) = ἀγενής, ΙΙ. (ὃ ἴδε), ὁ ἐκ ταπεινῆς καταγωγῆς, Ἡρόδ. 1. 134, (ἐν τῷ συγκρ.), Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ. ΙΙ. ὁ ταπεινὰ ἔχων φρονήματα, χαμερπής, φαῦλος, Ἡρόδ. 5, 6, Ἀριστοφ. Εἰρ. 748, Πλάτ. Πρωτ. 319D, καὶ ἀλλ.· οἱ ἀγεννεῖς ἐν ἀντίθ. πρὸς τά: οἱ γενναιότεροι, οἱ γενναῖοι, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 2, 4. 12, 2· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, Μένανδ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 2. 13. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σχεδὸν συνών. τῷ βάναυσος, ἀνελεύθερος, «πρόστυχος», Πλάτ. Γοργ. 465Β, 513D, ἀλλ’· οὐδὲν ἀγεννές, Δημ. 563, ἐν τέλ. ἐπίρρ., -ννῶς, Εὐρ. Ι. Α. 1458, Πλάτ. κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ», 1. 6. – Παρὰ Πλάτωνι τὰ πολλὰ μετ’ ἀρνητικοῦ, οὐκ ἀγεννῶς, Χαρμ. 1586C, κτλ. ἐν χειρογρ. ἐνίοτε συγχεῖται πρὸς τὸ ἀτενής, Ruhnk Τίμ. 46.

Greek Monotonic

ἀγεννής: -ές (γέννα),
I. αυτός που δεν έχει οικογένεια, ταπεινής καταγωγής άνθρωπος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. χαμερπής, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, σχεδόν συνώνυμο του βάναυσος, ποταπός, χονδροειδής, πρόστυχος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀγεννῶς, σε Ευρ.

Middle Liddell

γέννα
I. of no family, low-born, Hdt., Plat., etc.
II. low-minded, Hdt., Ar., etc.
2. of things, much like βάναυσος, illiberal, sordid, Plat.; adv. -νῶς, Eur.

English (Woodhouse)

base, dishonourable, ill-bred, mean, morally, low of degree, of birth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)