ἀξιόνικος

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀξιόνικον, worthy of victory, worthy of being preferred, X.Cyr.1.5.10: c. inf., -ότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this supremacy, Hdt.7.187, cf.9.26: Sup., Luc. Anach.36.

Spanish (DGE)

(ἀξιόνῑκος) -ον
I que merece el triunfo Cratin.73.2Au., τίς γε ἀσκητής X.Cyr.1.5.10, ἀξιονικότατον ἕκαστος αὑτὸν ἀπεργάζεται Luc.Anach.36, ἵπποι D.C.59.17.5, ἀγών Longin.13.4
c. inf. digno de ἀ. ... ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος Hdt.7.187, ἀξιονικότεροί εἰμεν Ἀθηναίων ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν somos más dignos que los atenienses de ocupar este lugar Hdt.9.26.
II adv. -ως de forma que merece la victoria, Didyma 194.12.

German (Pape)

[Seite 270] (νίκη), werth zu siegen, zum Siege tüchtig, ἀθλητής Xen. Cyr. 1, 5, 10; des Vorzugs würdig, Her. im compar. 9, 26, ἀξιονικότεροί εἰμεν ταύτην τὴν τάξιν ἔχειν, wir verdienen mehr, diesen Platz zu haben; ἀξ. ἔχειν τὸ κράτος, werth vor Andern zu erlangen, 7, 187, wie Dion. Hal. 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de vaincre ; abs. digne de.
Étymologie: ἄξιος, νίκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόνῑκος:
1 достойный побеждать, победоносный (ἀθλητής Xen.);
2 достойный, заслуживающий (ἀξιονικότερος ἔχειν τι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόνῑκος: -ον, ἄξιος, ἱκανὸς νὰ νικήσῃ, καὶ εἴ τίς γε ἀσκητὴς… ἀξιόνικος γενόμενος ἀναγώνιστος διατελέσειεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· μετ’ ἀπαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν... τοῦτο τὸ κράτος, ἀξιώτερος, ἁρμοδιώτερος νὰ ἔχῃ ταύτην τὴν δύναμιν, Ἡρόδ. 7· 187, πρβλ. 9. 26. - Ἐπίρρ. -κως Ἀρέθας σ. 928.

Greek Monolingual

ἀξιόνικος, -ον (Α)
ο άξιος να νικήσει, ο ικανός να πετύχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιόνῑκος: -ον (νίκη), άξιος προς νίκη, σε Ξεν.· με απαρ., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος, ο περισσότερο άξιος να κρατήσει την εξουσία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

νίκη
worthy of victory, Xen.; c. inf., ἀξιονικότερος ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος more worthy to hold this power, Hdt.