ἁβροχίτων
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in soft tunic, softly clad, AP9.538; epithet of Dionysus, Inscr.Cos5.11; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, A.Pers.543.
Spanish (DGE)
-ωνος
• Alolema(s): ἁβροκίτων Lindos 197f.5 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de finos y costosos cobertores εὐναί A.Pers.543.
2 de fina o suave túnica ὁ φύλαξ AP 9.538, de dioses: de Dioniso ICos EV 234.11 (I a.C.), Lindos l.c., Ἔρως Nonn.D.25.160, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ... Ἀθήνη Nonn.D.2.708, ἁβροχίτων ἀσίδηρος ἄναξ de Jesucristo, Nonn.Par.Eu.Io.18.6.
German (Pape)
[Seite 5] ωνος, εὐναί, Lager, mit weichen Decken, Aesch. Pers. 535; mit prunkendem Gewand, Ep. ad. A. P. IX, 538; Διόνυσος Nonn. D. 43, 441; Μαιῶται Orph. Arg. 1063.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
à la molle couverture (lit).
Étymologie: ἁβρός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
ἁβροχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1 устланный мягкими покрывалами (εὐναί Aesch.);
2 в одежде из мягкой ткани Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβροχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, μετὰ μαλακοῦ χιτῶνος, ἁβρῶς ἐνδεδυμένος. Ἀνθ. Π. 9. 538· ― εὐνὰς ἁβροχίτωνας· κλίνας ἢ κοίτας μετὰ μαλακῶν σκεπασμάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 543.
Greek Monotonic
ἁβροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λεπτό ή μαλακό χιτώνα, αυτός που είναι ντυμένος αβρά, λεπτά, σε Ανθ.· εὐνὰς ἁβροχίτωνας, κρεβάτια που έχουν απαλά καλύμματα, σκεπάσματα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
in soft tunic, softly clad, Anth.; εὐνὰς ἁβροχίτωνας beds with soft coverings, Aesch.