ἐπεσβολία

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσβολία Medium diacritics: ἐπεσβολία Low diacritics: επεσβολία Capitals: ΕΠΕΣΒΟΛΙΑ
Transliteration A: epesbolía Transliteration B: epesbolia Transliteration C: epesvolia Beta Code: e)pesboli/a

English (LSJ)

ἡ, hasty speech, scurrility, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν Od.4.159, cf. Man.6.625, Q.S.1.748: later in sg., Max.65; φοβερῆς ἰὸς -ίης, of Archilochus' satires, AP9.185, cf. 7.70 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, das Umsichwerfen mit Worten, – a) ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, dreistes, keckes Geschwätz zu Tage bringen, Od. 4, 159. – b) das Schmähen, τοὺς νείκεε ἐπεσβολίῃσι κακῇσι Qu. Sm. 1, 748, von den Schmähgedichten des Archilochus, En. ad. 503 (IX, 185), vgl. Iul. Aeg. 60 (VII, 70).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole légère ou téméraire.
Étymologie: ἐπεσβόλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσβολία:
1 дерзкие речи, развязная болтовня Hom.;
2 колкости, язвительные слова Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβολία: ἡ, τὸ ἔπεσι βάλλειν, λοιδορία, βλασφημία, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, «τὰς περὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ (τοῦ Τηλεμάχου δηλ.) φλυαρίας καὶ λοιδορίας διεξιέναι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 159· ἐπὶ τῶν ἰάμβων τοῦ Ἀρχιλόχου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀνθ. Π. 9. 185, πρβλ. 7. 70.

Greek Monolingual

ἐπεσβολία, η (Α) επεσβόλος
λοιδορία.

Greek Monotonic

ἐπεσβολία: ἡ, επιπόλαιος, απερίσκεπτος λόγος, αισχρολογία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπεσβολία, ἡ,
hasty speech, scurrility, Od. [from ἐπεσβόλος