ὁλοσχερής

From LSJ
Revision as of 18:00, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσχερής Medium diacritics: ὁλοσχερής Low diacritics: ολοσχερής Capitals: ΟΛΟΣΧΕΡΗΣ
Transliteration A: holoscherḗs Transliteration B: holoscherēs Transliteration C: oloscheris Beta Code: o(losxerh/s

English (LSJ)

ές,
A whole, entire, complete, Hp. Alim.26, Theoc.25.210; παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90; ἀνήρ [S.]Fr.1127.4; νόμισμα IG12(7).67 B (Amorgos); dub. in ib.12(5).593 (Ceos), cf. δολοσχερής.
b in large pieces, ὁ ἐλλέβορος ὁλοσχερέστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158.
2 absolute, ἐξουσία BGU86.24 (ii A. D.); universal, widespread, ὁ. κρίσις Plb.1.57.6; φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7; παλίρροια Id.1.82.3; προτέρημα Id.1.18.6; ὁλοσχερεστέρα συμπλοκή Id.1.40.11; τὸ ὁλοσχερέστερον μέρος Id.3.37.8; ὁλοσχερεστέρα σπάνις IG42(1).66.28 (Epid., i A. D.).
3 in rough outline or in general outline, τὸ ὁλοσχερές, as adverb, roughly, Thphr.HP3.18.5; irreg. Sup. αἱ ὁλοσχερώταται δόξαι Epicur.Ep.1p.3U., cf. Phld.Oec.p.75 J. (Comp.); opp. ἀκριβής, Str.2.1.41, cf. 30; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. Orib.49.1.1; ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9; of an emetic (ἀποφορτισμός), incomplete, opp. ἀκριβής, Archig. ap. Orib.8.23.2.
4 ὁλοσχερέστερα διαιτήματα fuller diet, Gal.19.194.
II Adv. ὁλοσχερῶς, συνθλάσαι = pound coarsely, Dsc.5.72 : Comp. ὁλοσχερέστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10, cf. Gal.13.1044.
2 entirely, altogether, utterly, Diph.27, IG9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.Att.6.5.2, etc.; ὁ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν J. BJ Prooem.8; ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι πρός τι to be quite bent upon a thing, v.l. in Isoc.5.135; ὁλοσχερῶς οἰκοδομῆσαι = build completely, LXX 1 Es.6.27(28).
3 roughly, in a general way, Str.2.1.30, Longin.43.4; opp. ἀκριβῶς, Plot.3.8.9 : Comp. ὁλοσχερέστερον Gal.2.901.

German (Pape)

[Seite 327] ές (σχερός), ganz vollständig, VLL. erkl. τέλειος, ὁλόκληρος; ἀνήρ, Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1, 19, 11, κρίσις 1, 57, 5, ἀγών 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
entier, complet, accompli.
Étymologie: ὅλος, σχεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοσχερής:
1 целый, полный, законченный (δόξαι Epicur.);
2 главный, важный, важнейший (ἀγών, κρίσις, ἔγκλιμα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσχερής: -ές, ὡς τὸ ὁλόκληρος, ὅλος, ἀκέραιος, πλήρης, Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· παρατίθημι ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. ἐσφαλμένως ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, σπουδαῖος, μέγας, συχν. παρὰ Πολυδ., ὁλ. κρίσις, φόβοι, ἀγών 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον μέρος 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ κράτος λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι πρός τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, καθόλου, γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁλοσχερής, -ές)
ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειοςολοσχερής καταστροφή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν», Πολ.)
2. απόλυτος («ὁλοσχερὴς ἐξουσία», πάπ.)
3. αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια
4. αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές («ὁλοσχερεῖ λόγῳ», Πλωτ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁλοσχερές
χονδρικώς, με γενικό τρόπο.
επίρρ...
ολοσχερώς (ΑΜ ὁλοσχερώς)
ολοκληρωτικά, τελείως, εντελώς, κατά κράτος («τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβαλεῖν», Πολ.)
αρχ.
1. σε μεγάλα τεμάχια («ὁλοσχερῶς συνθλάσαι», Διοσκ.)
2. με γενικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -σχερής (< σχερός / σχερόν «συνέχεια, σειρά, ακολουθία», τ. που πρέπει να συνδέεται με τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ἔχω, πρβλ. αόρ. -σχ-ον, παρακμ. -σχ-ηκα), βλ. και επισχερώ].

Greek Monotonic

ὁλοσχερής: -ές,
1. όπως το ὁλόκληρος, καθολικός, εντελής, ακέραιος, πλήρης, Λατ. integer, σε Θεόκρ.
2. αυτός που σχετίζεται με το σύνολο, σημαντικός, υπολογίσιμος, σπουδαίος, μέγας, σε Πολύβ.· επίρρ. -ρῶς, εντελώς, τελείως, στον ίδ. (προέλ. του -σχερής αμφίβ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: complete, whole, general (hell.).
Derivatives: ὁλοσχέρεια f. (Phld. Rh.. Str. a.o.)
See also: s. ἐπισχερώ.

Middle Liddell

ὁλο-σχερής, ές like ὁλόκληρος
1. whole, entire, complete, Lat. integer, Theocr.
2. relating to the whole, important, considerable, Polyb.:—adv. -ρῶς, entirely, utterly, Polyb. [The sense of -σχερής is uncertain

Frisk Etymology German

ὁλοσχερής: {holoskherḗs}
Meaning: ganz, vollständig, allgemein (hell.)
Derivative: mit ὁλοσχέρεια f. (Phld. Rh.. Str. u.a.)
See also: s. ἐπισχερώ.
Page 2,381

Mantoulidis Etymological

(=ὁλόκληρος). Ἀπό τό ὅλος + σχερός (=συνεχής παραλία, γραμμή). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ὅλος.