ῥῆσις
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, Arc. ϝρῆσις (IG5(2).343.19, Orchom., iv B.C.), ἡ, (ἐρῶ) A saying, speech, μύθων καὶ ῥήσιος Od.21.291; ῥ. ἀγγελῶν Pi.N. 1.59; καταπλέξαι τὴν ῥῆσιν end one's speech, Hdt.8.83; ῥ. βραχεῖα S.Fr.64; ξυνεχής Th.5.85; μακρὰν ῥ. οὐ στέργει πόλις A.Supp.273; εἰπεῖν ῥ. οὐ θρῆνον θέλω Id.Ag.1322; ῥ. λέγειν ἀμφί τινος Id.Supp.615, cf. S.Fr.142.20; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥ. παμμήκεις ποιεῖν Pl.Phdr. 268c; μακρὰν ῥ. ἀποτείνειν Id.R.605d, Luc.Prom.6; ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥ. the Scythian answer, Hdt.4.127 (a phrase that became proverbial, cf. Plu.Prov.1.62; prob. interpol. in Hdt.). 2 resolution, declaration, Λακεδαιμονίων ῥ. Hdt.1.152, cf. Crates Com.56, IG l.c. 3 speaking, opp. reading (ἀνάγνωσις), D.H.Isoc.2 (Wolf, for χρήσεως). II tale, legend, ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥ. Pi.O.7.55. III expression or passage in an author, esp. speech in a play, Ar.Nu.1371, V.580, Ra. 151, Men.Epit.585: pl. in Ephipp.16.3, D.18.267; ῥ. τινὲς τῶν Ἀριστοφανείων Plu.2.712d; especially of the dramatic parts of epic poetry, Phot. IV manner of speaking, style, ἡ κατὰ πεζὸν ῥ. prose, Longin. Proll.Heph.1.3.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Sagen, Sprechen, Reden, das Wort, die Rede; μύθου καὶ ῥήσιος, Od. 21, 291; παλίγγλωσσον ῥῆσιν θέσαν, Pind. N. 1, 59; ἀνθρώπων παλαιαί, Ol. 7, 55, Sage, Erzählung; vgl. Her. 1, 152; μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις, Aesch. Suppl. 270, vgl. 610 Ag. 1295, βραχεῖα, Soph. frg. 62, μακρά, καλλίστη, Ar. Ach. 391 Vesp. 580; καταπλέξαι τὴν ῥῆσιν, die Rede endigen, Her. 8, 83; ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις, das von den Scythen entnommene Wort, 4, 127; ξυνεχής, Thuc. 5, 85; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν, Plat. Rep. X, 605 d, wie ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Phaedr. 268 c, auch ῥήσεις λέγειν, Legg. VII, 811 a. – Die Stelle eines Schriftstellers, Ἀριστοφάνειαι, Plut. Symp. 7, 8, 4. – Auch die Redensart, Gramm.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 parole, discours;
2 déclaration, arrêt;
3 mot qu'on cite, passage d'un auteur ; tirade.
Étymologie: R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. εἴρω², *ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥῆσις: εως, ион. ιος ἡ
1 речь, слова Hom., Her.: ῥῆσιν λέγειν ἀμφί τινος Aesch. и ῥήσεις ποιεῖν περί τινος Plat. вести речь о чем-л.; ἡ ἀπό τινος ῥ. Her. чья-л. ответная речь;
2 заявление, указание (Λακεδαιμονίων Her.);
3 выражение, изречение (Εὐριπίδου Arph.);
4 сказание, предание (παλαιαὶ ῥήσεις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῆσις: -εως, Ἰων, -ιος, ἡ, (*ῥέω, ἐρῶ), λόγος ὁμιλία, μύθων ἡμετέρων καὶ ῥήσιος, «γνώμη» (Σχόλ.), «μύθων ἡμετέρων καὶ ῥήσιος ταὐτὰ δηλοῦσιν» (Εὐστ.), Ὀδ. Φ. 291· ῥ. ἀγγελῶν Πινδ. Ν. 1. 89· καταπλέξαι τὴν ῥῆσιν, τελευτῆσαι τὸν λόγον, Ἡρόδ. 8. 83· ῥ. βραχεῖα Σοφ. Ἀποσπ. 62· ξυνεχὴς Θουκ. 5. 85· μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 273· εἰπεῖν ῥῆσιν ἢ θρῆνον θέλω ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1296· ῥῆσιν λέγειν ἀμφί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 615· περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 268C· μακρὰν ῥῆσιν ἀποτείνειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 605D, Λουκ. Προμ. 6. - ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις, ἡ τῶν Σκυθῶν ἀπόκρισις, Ἡρόδ. 4. 127 (φράσις γενομένη παροιμιώδης, Παροιμιογρ.). 2) ἀπόφασις, ψήφισμα, ῥ. Λακεδαιμονίων (σχεδὸν ὡς τὸ ῥήτρα) Ἡρόδ. 1. 152, «ῥῆσις: τὸ ψήφισμα. οὕτω Κράτης» Φώτ. ἐν Ἀδήλ. 14). 3) ὁμιλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀνάγνωσιν, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. διήγημα, μῦθος, ἀνθρώπων παλαιῶν ῥήσεις Πινδ. Ο. 7. 101. ΙΙΙ. ῥητὸν ἢ χωρίον συγγραφέως· μάλιστα δὲ λόγος ἐν δράματι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1371, Σοφ. 580, Βάτρ. 151, πρβλ. Δημ. 315. 22· ῥ. τινὲς τῶν Ἀριστοφανείων Πλούτ. 2. 712D· - Κατὰ Φώτ.: «ῥήσεις καλεῖται τὰ ὑπὸ τῶν εἰσαγομένων προσώπων λεγόμενα· ἀνάμεσον δὲ τούτων τὸ ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ· οἷον, τόνδ’ ἀπαμειβόμενος». IV. τρόπος τοῦ λέγειν, ὕφος, ἡ κατὰ πεζὸν ῥ. Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4.
English (Autenrieth)
ιος (root ϝερ, εἴρ Od. 24.1): speaking, speech, Od. 21.291†.
English (Slater)
report φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις (O. 7.55) παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν Θέσαν (N. 1.59)
Greek Monotonic
ῥῆσις: -εως, Ιων. -ιος, ἡ (*ῥέω, ἐρῶ)·
I. 1. λόγος, ρήση, ομιλία, λαλιά, λόγια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις, η απόκριση των Σκυθών, σε Ηρόδ.
2. απόφαση, ψήφισμα, στον ίδ.
II. διήγηση, μύθος, σε Πίνδ.
III. ρητό ή χωρίο συγγραφέα· κατεξοχήν, ο λόγος στο δράμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ῥῆσις, εως, [*ῥέω, ἐρῶ]
I. a saying, speaking, speech, Od., Hdt., etc.; ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις the Scythian phrase, Hdt.
2. a resolution, declaration, Hdt.
II. a tale, legend, Pind.
III. a phrase or passage, a speech in a play, Ar.
English (Woodhouse)
oration, speech, word, passage in a play, public speech, speech in a play