λογχοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2")

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχοφόρος Medium diacritics: λογχοφόρος Low diacritics: λογχοφόρος Capitals: ΛΟΓΧΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lonchophóros Transliteration B: lonchophoros Transliteration C: logchoforos Beta Code: logxofo/ros

English (LSJ)

ον, spear-bearing, Id.Hec.1089: as substantive λογχοφόρος, ὁ, spearman, pikeman, Ar.Pax1294, X.Cyr.2.1.5, Plb.3.84.14, POxy.1241 ii 16 (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. Sammelb.6154.6 (i B. C.), Bull.Soc.Alex.7.64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
porteur de lance ; ὁ λογχοφόρος lancier.
Étymologie: λόγχη, φέρω.

German (Pape)

wie λογχηφόρος, der Lanzenträger; Eur. Hec. 1205; Xen. Cyr. 2.1.2; Pol. 3.72.7.

Russian (Dvoretsky)

λογχοφόρος: IIкопьеносец, копейщик Xen., Plut.
копьеносный, вооруженный копьями (Θρῄκης γένος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχοφόρος: -ον, ὁ φέρων λόγχην, Εὐρ. Ἑκ. 1089· ὡς οὐσιαστ. λογχοφόρος, ὁ, ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ· ἰὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1294, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM λογχοφόρος, -ον)
1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι
ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) είδος χορού, αλλ. λανσιέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος].

Greek Monotonic

λογχοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κουβαλάει λόγχη, σε Ευρ.· ως ουσ., ακοντιστής, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.

Middle Liddell

λογχο-φόρος, ον φέρω
spear-bearing, Eur.: as substantive a spear-man, pike-man, Ar., Xen., etc.

Translations

spearman

Arabic: رَمَّاح‎; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμητής, ἀκοντιστής, ἀκοντιστήρ, λογχοφόρος, δορυφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزه‌دار‎, سرباز نیزه‌دار‎; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare