διάλεκτος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἡ, A discourse, conversation, Hp.Art.30; θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους Pl.Smp.203a; discussion, debate, argument, Id.Tht.146b; opp. ἔρις, Id.R.454a. 2 common language, talk, δ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Po.1449a26; ἡ εἰωθυῖα δ. Id.Rh. 1404b24. II speech, language, Ar.Fr.685; καινὴν δ. λαλῶν Antiph. 171; διάλεκτος ἀμνίου, opp. τὰ ἔνδον δράκοντος, Hermipp.3; articulate speech, language, opp. φωνή, Arist.HA535a28; τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Id.Pr.895a6; but also, spoken, opp. written language, D.H.Comp.11. 2 the language of a country, Plb.1.80.6, D.S.5.6, etc.: esp. dialect, as Ionic, Attic, etc., Diog.Bab.Stoic.3.213, D.H.Comp.3, S.E.M.1.59, Hdn.Gr.2.932; also, local word or local expression, Plu.Alex.31. III way of speaking, accent, D.37.55. 2 pl., modes of expression, Epicur.Ep.1p.24U. IV style, πανηγυρικὴ διάλεκτος, ποιητικὴ διάλεκτος, D.H.Comp.23,21: esp. poetical diction, Phld.Po. 2 Fr.33, al. V of musical instruments, quality, 'idiom', Arist. de An.420b8.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
I 1acción, acto de hablar ἐν γὰρ τῇ ἐδωδῇ καὶ ἐν τῇ διαλέκτῳ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ χρήσει τοῦ στόματος Hp.Art.30, ἡ διὰ τῶν ῥινῶν δ. γινομένη Arist.Pr.963a1, cf. Hp.Vict.1.23, Arist.PA 661b14.
2 conversación, charla, diálogo ἡ δ. (ἐστι) θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους la conversación (es) entre los dioses y los hombres Pl.Smp.203a, δ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Po.1449a26, ἡ μὲν οὖν ἐν Φαίδρῳ διάλεκτος Plu.2.1016a, cf. Hsch.
•discusión, debate ἐγὼ μὲν γὰρ ἀήθης τῆς τοιαύτης διαλέκτου yo no estoy acostumbrado a este tipo de discusión Pl.Tht.146b, op. ἔρις Pl.R.454a.
II 1lenguaje, lengua οὐχ ὁμόφωνον πάντας ἔχειν τὴν διάλεκτον Democr.B 5.1, διάλεκτος μέση op. ἀστεία y ἀνελεύθερος lengua usual, coloquial Ar.Fr.706, καινὴν διάλεκτον λαλῶν hablando un nuevo lenguaje Antiph.169, δ. φωνὴ ἀνθρώπου ἐγγράμματος lenguaje: voz humana configurada por las letras Pl.Def.414d, τὴν ... διάλεκτον καὶ τὸ πρόσωπον ἀμνίου ἔχειν δοκεῖς Hermipp.3
•lenguaje articulado op. φωνή Arist.HA 535a28, cf. 488a33, Gal.16.204
•lengua hablada op. lengua escrita, D.H.Comp.11.15
•ἡ εἰωθυῖα δ. la lengua corriente o usual ref. al lenguaje empleado por Eurípides, Arist.Rh.1404b24, cf. 11, Phld.Po.B fr.18.8, ἡ πεζὴ δ. la prosa D.H.Comp.3.13, ἡ ποιητικὴ δ. la poesía D.H.Comp.21.2.
2 estilo ἡ λεία καὶ ἡ τραχεῖα δ. Phld.Po.A 36.13, οἱ χαρακτῆρες τῶν διαλέκτων D.H.Dem.33.2, ἡ μέση δ. D.H.Dem.34.5, ἡ πικραινούση δ. D.H.Dem.55.4, πανηγυρική D.H.Comp.23.23, τροπικὴ D.H.Comp.3.11, cf. Dem.20.8.
III 1modo, manera de hablar περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ τῆς διαλέκτου ... πάντ' ἐρῶ D.37.55, διάλεκτον οὕτω σαφῆ καὶ περιττήν Plu.Cor.38
•plu. modos o tipos de expresión Epicur.Ep.[2] 72.
2 lengua de un país, del fenicio, Plb.1.80.6, ἡ βάρβαρος δ. D.S.5.6, ἡ Περσικὴ δ. Plu.2.185e, ἡ Ῥωμαίων δ. D.C.Epit.7.11.8, ἡ Ἑβραίων δ. Clem.Al.Strom.6.15.129, cf. LXX Es.9.26, Act.Ap.1.19, αὕτη τῶν ἀνθρώπων οἷς μὲν βάρβαρον, οἷς δ' ἑλληνίδα διάλεκτον ἔστησεν Hymn.Is.27 (Maronea), cf. Hymn.Is.31 (Cime), ἡ ἐπιχώριος δ. del copto PMasp.31.16 (VI d.C.).
3 dialecto esp. los diferentes grupos: jonio, ático, etc., τέτταρα ἂν εἴη καὶ τὰ ἔθνη, καθάπερ καὶ αἱ διάλεκτοι Str.14.5.26, φασὶ δὲ οἱ Ἕλληνες διαλέκτους εἶναι τὰς παρὰ σφίσι εʹ, Ἀτθίδα, Ἰάδα, Δωρίδα, Αἰολίδα καὶ πέμπτην τὴν κοινήν Clem.Al.Strom.1.21.142, ἐκ πάσης ἐπελέξατο διαλέκτου τὰς ὀνομασίας Ὅμηρος Phld.Po.D fr.14.25, ἡ δ. ἡ Δωρίς Paus.4.27.11, cf. Aristid.Quint.78.21, Ἀττικὴ δ. Tz.ad Lyc.21, Ἀττικὴ δ. tít. de una obra de Crates, Ath.497e, φλάσματα διὰ τοῦ θ ... κατὰ τὴν τῶν Ἰώνων διάλεκτον Gal.18(2).882, cf. D.H.Comp.3.15, 4.8, S.E.M.1.59, Hdn.Gr.2.932, ἐξότε δὴ πύργος τ' ἔπεσεν γλῶσσαί τ' ἀνθρώπων ἐς πολλὰς θνητῶν ἐμερίσθησαν διαλέκτους desde que la torre cayó y las lenguas de los hombres mortales se dividieron en muchos dialectos, Orac.Sib.8.5, cf. Eus.PE 9.14
•palabra, voz, término extranjero o dialectal σημαίνειν δέ φασιν οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον (sc. Γαυγάμηλα) dicen que la palabra Gaugamela significa (en persa) ‘casa del camello’ Plu.Alex.31, δ. δέ ἐστι λέξις κεχαραγμένη ἐθνικῶς τε καὶ Ἑλληνικῶς ... οἷον κατὰ μὲν τὴν Ἀτθίδα ‘θάλαττα’, κατὰ δὲ τὴν Ἰάδα ‘ἡμέρη’ Diog.Bab.Stoic.3.213, cf. Sch.Ar.Nu.317.
4 mús. de instrumentos modo propio de sonar, timbre del αὐλός Arist.de An.420b8.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. entretien, d'où
1 conversation;
2 discussion;
II. langage, d'où
1 langage courant;
2 manière de parler, particul. langage propre à un pays ; dialecte ou locution particulière.
Étymologie: διαλέγομαι.
German (Pape)
ἡ,
1 Gespräch, Unterredung; θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους Plat. Symp. 203a; überhaupt Sprache, Rede, Theaet. 183b; Isocr. 15.283; ἐν τῇ διαλέκτῳ, in der gewöhnlichen Rede, Arist. poet. 22, wie εἰωθυῖα δ. rhet. 3.2; περὶ τοῦ ἐμοῦ βαδίσματος ἢ τῆς διαλέκτου, oder über meine Art zu reden, Dem. 87.55; – Sp.
2 nach Schol. Ar. Nub. 317 φωνῆς χαρακτὴρ ἐθνικός, Redeweise eines Stammes od. Volkes im Gegensatz zu einer andern Mundart; Plut. Alex. 31 und öfter, und bes. bei Gramm., die im Griechischen διάλεκτος Ἰάς, Ἀτθίς, Δωρίς, Αἰολίς und κοινή unterscheiden.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλεκτος -ου, ἡ [διαλέγομαι] het spreken:; ἐν τῇ διαλέκτῳ... ἡ μὲν ἄνω γνάθος ἀτρεμεῖ bij het spreken is de bovenkaak in ruste Hp. Art. 30; conversatie:. ἡ δὲ διάλεκτος... θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους de conversatie tussen goden en mensen Plat. Smp. 203a. spreektaal:; ἡ εἰωθυῖα διάλεκτος de gewone spreektaal Aristot. Rh. 1404b24; manier van spreken:; διάλεκτον οὕτω σαφῆ καὶ περιττήν... γένεσθαι dat er een zo duidelijke en zorgvuldige spraak ontstaat Plut. Cor. 38.3; concr. term, uitdrukking:. σημαίνειν δέ φασιν οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον men zegt dat de term (Gaugamela) huis van een kameel betekent Plut. Alex. 31.7.
Russian (Dvoretsky)
διάλεκτος: ἡ
1 речь: δ. ἡ τῆς φωνῆς τῇ γλώττῃ διάρθρωσις (sc. ἐστί) Arst. речь есть расчленение голоса посредством языка;
2 произношение (διὰ τῶν ῥινῶν Arst.);
3 разговор, беседа (πρὸς ἀλλήλους Plat.);
4 (тж. ὁ τρόπος τῆς διαλέκτου Arst.) речевая манера, стиль (τὸ ἐμὸν βάδισμα ἢ δ. Dem.);
5 (национальный или племенной), язык (τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Arst.; εἰδέναι τὰς ἑκάστων διαλέκτους Polyb.; τῶν Ἑλλήνων δ. Diod.);
6 говор, наречие, диалект (διάλεκτοι Δωρίδες καὶ Ἀτθίδες Sext.);
7 областное слово или выражение: Γαυγάμελα σημαίνειν δέ, φασιν, οἶκον καμήλου τὴν διάλεκτον Plut. говорят, что на местном (т. е. персидском) наречии «Гавгамелы» означает «дом верблюда».
English (Strong)
from διαλέγομαι; a (mode of) discourse, i.e. "dialect": language, tongue.
English (Thayer)
(διαλιμπάνω) (or διαλυμπάνω): imperfect διελιμπανον; to intermit, cease: κλαίων οὐ διελίμπανεν, WH (rejected) marginal reading; cf. Winer's Grammar, 345f (323 f); Buttmann, 300 (257). (Galen in Hipp. Epid. 1,3; cf. Bornem. on Acts, the passage cited; Veitch, under the word λιμπάνω.)]
Greek Monolingual
η (Α διάλεκτος)
νεοελλ.
1. γλωσσικό ιδίωμα ενός τόπου
2. γλώσσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι ορισμένης κατηγορίας ή επαγγελματικής ομάδας
αρχ.-μσν.
η γλώσσα ενός έθνους
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. συζήτηση
3. η ομιλούμενη γλώσσα
4. έναρθρος λόγος
5. ο τρόπος προφοράς ή ομιλίας
6. ύφος
7. η ποιότητα ή το χρώμα του ήχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λεκτός < λέγω με τη σημ. «λέω, μιλώ» πρβλ. διαλέγομαι)].
Greek Monotonic
διάλεκτος: ἡ (διαλέγομαι),·
I. ομιλία, συζήτηση, συνομιλία, επιχειρηματολογία, σε Πλάτ.
II. γλώσσα· γλώσσα μιας χώρας, διάλεκτος, τοπική λέξη ή φράση, ιδιωματισμός, σε Πλούτ.
III. ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας, προφορά, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διάλεκτος: ἡ, (διαλέγομαι) ὁμιλία, συνομιλία, Ἱππ. Ἄρθρ. 794· πρός τινα Πλάτ. Συμπ. 203Α· συζήτησις, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β, Πολ. 454Α. ΙΙ. γλῶσσα, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 14· ἡ εἰωθυῖα δ. ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 2, 5, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· καινὴν δ. λαλῶν Ἀντιφ. Ὀβρ. 1· δ. ἀμνίου, ἀντιθ. τὰ ἔνδον δράκοντος, Ἕρμιππ. Ἀθ. γον. 2. 2) ἔναρθρος λόγος, γλῶσσα, ὁμιλία, ἀντίθ. φωνή, Ἀριστ. Ἱ Ζ. 4. 9, 16· ἴδιον τοῦτ᾿ ἀνθρώπου αὐτόθι· τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί ὁ αὐτ. Πρβλ. 10.38. 3) ἡ γλῶσσα χώρας τινός, ἰδίως ἡ λαλουμένη ἔν τινι ἰδιαιτέρῳ τύπῳ, ὡς ἡ Ἰωνική, Ἀττική, κτλ. ἦσαν διάλεκτοι τῆς Ἑλληνικῆς, Γράμμ. · ὡσαύτως, λέξις τις ἢ φράσις ἀνήκουσα εἴς τινα τόπον ἰδιαιτέρως, Πλούτ. Ἀλεξ. 31· ― πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. ΙΙΙ. τρόπος ὁμιλίας, προφορὰ ἰδιαιτέρα, Δημ. 982. 19. IV. ὕφος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 3. V. ἐν τῇ μουσικῇ, ἔκφρασις, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 18.
Middle Liddell
διάλεκτος, ἡ, n διαλέγομαι
I. discourse: discussion, debate, arguing, Plat.
II. language: the language of a country, dialect: a local word or phrase, Plut.
III. a way of speaking, enunciation, Dem.
Chinese
原文音譯:di£lektoj 笛阿-累克拖士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:經過-放置(說了)
字義溯源:談論,方言,話,鄉談;源自(διαλέγομαι)=辯論);由(διά)*=通過)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成。比較: (γλῶσσα)=舌,方言
出現次數:總共(6);徒(6)
譯字彙編:
1) 話(4) 徒1:19; 徒21:40; 徒22:2; 徒26:14;
2) 鄉談(2) 徒2:6; 徒2:8
English (Woodhouse)
conversation, talk, way of speaking
Mantoulidis Etymological
(=συνομιλία, τοπική γλώσσα). Ἀπό τό διαλέγομαι (=συνομιλῶ), ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: διαλεκτικός, διαλεκτέον, διάλεξις, διάλογος, διαλογή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.
Translations
conversation
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: مُحَادَثَة, مُكَالَمَة, حِوَار; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話, 会话, 談話, 谈话, 對話, 对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διάλογος; Hausa: batu; Hebrew: שִׂיחָה; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話し, カンバセーション; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: گفتوگۆ, بارودۆخ; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: گفتگو, صحبت, مکالمه; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovor; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: بات چیت; Uyghur: سۆھبەت, سۆزلىشىش, دىئالوگ, پاراڭلىشىش; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: שמועס, געשפּרעך
dialect
Acehnese: lugat; Afrikaans: dialek; Albanian: dialekt; Arabic: لَهْجَة; Armenian: բարբառ; Asturian: dialeutu, dialectu; Azerbaijani: ləhcə, dialekt, şivə; Belarusian: дыялект; Bengali: উপভাষা; Bulgarian: диалект; Burmese: ဒေသိယစကား, ဒေသန္တရစကား; Catalan: dialecte; Cebuano: pinulongan, sinultihan; Chinese Cantonese: 方言, 話, 话; Dungan: фон-ян; Mandarin: 方言, 話, 话; Crimean Tatar: şive; Czech: nářečí, dialekt; Danish: dialekt; Dutch: dialect, mondaard, streektaal; Esperanto: dialekto; Estonian: murre; Faroese: málføri; Finnish: murre, aluemurre; French: dialecte, patois; Galician: dialecto; Georgian: დიალექტი, კილო; German: Dialekt, Mundart; Luxembourgish: Mondaart; Rhine Franconian: Dialegde; Greek: διάλεκτος; Ancient Greek: διάλεκτος; Gujarati: બોલી; Hebrew: נִיב, לַהַג, עָגָה; Hindi: उपभाषा, बोली; Hungarian: nyelvjárás, dialektus, tájnyelv, tájszólás; Icelandic: mállýska; Ido: dialekto; Indonesian: dialek, logat; Irish: canúint; Istriot: gialìto; Italian: dialetto; Japanese: 方言, -弁; Kalmyk: айлһ; Kazakh: диалект; Khmer: ប្រាក្រឹត, គ្រាមភាសា; Komi-Zyrian: сёрнисикас, диалект; Korean: 사투리, 방언; Kurdish Central Kurdish: زار; Northern Kurdish: lehçe, zarava; Kyrgyz: оогон, диалект; Lao: ພາສາທ້ອງຖິ່ນ; Latin: dialectos, dialectus; Latvian: dialekts; Lithuanian: tarmė, dialektas; Low German German Low German: Mundort, Mundaart, Mundart; Dialekt, Diälekt; Macedonian: дијалект, наречје, говор; Malay: loghat, dialek; Maltese: djalett; Maori: reo-a-iwi, reo-a-rohe; Mongolian: аялгуу; Nepali: बोली, भाषिका; Norman: dgialecte; Norwegian Bokmål: dialekt, målføre, mål; Nynorsk: dialekt, målføre, mål; Occitan: dialècte; Oriya: ଉପଭାଷା; Oromo: loqoda; Pashto: ګړدود, لهجه; Persian: لهجه, گویش; Polish: dialekt inan, gwara, narzecze; Portuguese: dialeto, dialecto; Romanian: dialect; Russian: диалект, наречие, говор; Rusyn: діалект; Santali: ᱵᱳᱞᱤ; Scots: byleid; Scottish Gaelic: dualchainnt; Serbo-Croatian Cyrillic: наречје, нарјечје, дијалект, дијалекат; Roman: narečje, narječje, dijalekt, dijalekat; Silesian: djalekt; Sinhalese: උපභාෂාව; Slovak: nárečie, dialekt; Slovene: naréčje; Spanish: dialecto; Swabian: Dialäggd; Swahili: lahaja; Swedish: dialekt, mål; Tagalog: wikain; Tajik: лаҳҷа, шева; Tamil: பேச்சுவழக்கு; Tatar: сөйләм; Thai: ภาษาถิ่น; Tibetan: ཡུལ་སྐད; Tigrinya: ላህጃ; Turkish: diyalekt, ağız, şive,; Turkmen: dialekt, şiwe; Udmurt: диалект, наречие; Ukrainian: діалект, нарі́ччя, говір; Urdu: بولی, لہجہ; Uyghur: دىئالېكت, شېۋە, لەھجە; Uzbek: dialekt, sheva, lahja; Vietnamese: thổ ngữ, phương ngữ, phương ngôn; Volapük: dialeg; Welsh: tafodiaith; White Hmong: hom lus; Yiddish: דיאַלעקט