παρθενίας
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ου, ὁ, A son of a concubine: οἱ Π. the youths born at Sparta during the Messenian War, Arist. Pol.1306b29, Str.6.3.2. II = ἀβυρτακῶδες πέμμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 521] ὁ, Jungfernsohn, Poll. 3, 31; vgl. Arist. pol. 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
enfant né d'une femme non mariée.
Étymologie: παρθένος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθενίᾱς -ου, ὁ [παρθένος] kind van een ongehuwde moeder.
Russian (Dvoretsky)
παρθενίας: ου ὁ сын девушки Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενίας: -ου, ὁ, ὁ υἱὸς παλλακῆς, ὡς τὸ σκότιος, λέξις μὴ περιέχουσα ἔννοιαν ὀνειδισμοῦ, οἱ Παρθενίαι, οἱ νεανίαι οἱ γεννηθέντες ποτὲ ἐν Σπάρτῃ διαρκοῦντος τοῦ Μεσσηνιακοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2, Στράβ. 278 κἑξ.˙ πρβλ. Muller D. r. 4. 4, § 2, καὶ πρβλ. ἐπεύνακτοι. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, «παρθενίας˙ ἀβυρτακῶδές τι πέμμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
1. γιος παλλακίδας, πόρνης
2. στον πληθ. οί παρθενίαι
ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πλακούντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καπν-ίας)].
Greek Monotonic
παρθενίας: -ου, ὁ (παρθένος), γιος παλλακίδας· Παρθένιαι, νέοι που γεννήθηκαν στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του Μεσσηνιακού πολέμου, σε Αριστ.