πολύποινος
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ον, punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.
German (Pape)
[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύποινος -ον [πολύς, ποινή] streng straffend.
Russian (Dvoretsky)
πολύποινος: много или сильно карающий (Δίκη Parmenides ap. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιόποινος, υστερόποινος].