πομποστολέω
English (LSJ)
(στέλλω)
A conduct a procession, IG2.1325,1358.
2 c. acc., lead or carry in procession, πομποστολεῖται τὰ ἱερά Str.14.2.23; π. τὸ σκάφος Luc.Am.11.
b metaph., make a pompous display of, τὰ μηδεμιᾶς ἄξια σπουδῆς Ph.2.70.
German (Pape)
[Seite 679] einen Aufzug, eine Procession führen; Strab. XIV; Luc. amor. 11 vrbdt πομποστολεῖν τὸ σκάφος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 porter en procession;
2 envoyer en expédition (un navire, une flotte).
Étymologie: πομπός, στολή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομποστολέω [πομπή, στέλλω] (in) processie begeleiden: met acc.. π. τὸ σκάφος het schip in processie begeleiden [Luc.] 49.11.
Russian (Dvoretsky)
πομποστολέω: сопровождать, вести (τὸ σκάφος Luc.).
Greek Monotonic
πομποστολέω: μέλ. -ήσω, προπορεύομαι σε ιερή πομπή, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
πομποστολέω: (στέλλω) περιάγω ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ σκάφος, ὁδηγῶ τὸ σκάφος, Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.
Middle Liddell
πομπο-στολέω, fut. -ήσω
to lead in procession, Strab.