τετρασώματος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Leibern, Paul. Sil. ambo 252.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα σώματα, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 409, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 29Β.