ατος, τό, (ἐκλέπω)
A peel, rind, Hp.Morb.2.13.
[Seite 767] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Hippocr.
ἔκλεμμα: τό (ἐκλέπω) ὁ ἀφαιρεθεὶς φλοιός, λέπυρον, «φλοῦδα» Ἱππ. 465. 42.