ἀκροβαφής
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ές, tinged at point or slightly, AP6.66 (Paul. Sil.); wetting feet or tip of garment only, Nonn. D.1.65, 48.339.
Spanish (DGE)
(ἀκροβᾰφής) -ές
mojado ligeramente καλάμων ἀ. ἀκίδας AP 6.66 (Paul.Sil.), el borde de un vestido, Nonn.D.1.65, 48.339, χείλεα AP 5.251 (Iren.).
German (Pape)
[Seite 82] ές, oben eingetaucht, καλάμων ἀκίδες P. Sil. 52 (VI, 66); ταῦρος, der leicht hinschwimmende, Nonn. D. 1, 65; gefärbt, χείλεα Iren. 3 (V, 251).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 dont l'extrémité seule est mouillée;
2 qui rase la surface de l'eau.
Étymologie: ἄκρος, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβᾰφής:
1 слегка или сверху смоченный (καλάμων ἀκίδες Anth.);
2 слегка окрашенный (χείλεα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροβαφής)
ο λίγο, μόλις βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -βαφής < βάπτω.
Greek Monotonic
ἀκροβᾰφής: -ές (βαφή), χρωματισμένος, βαμμένος στην άκρη ή λίγο, σε Ανθ.