σκεπανός

From LSJ
Revision as of 16:16, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπᾰνός Medium diacritics: σκεπανός Low diacritics: σκεπανός Capitals: ΣΚΕΠΑΝΟΣ
Transliteration A: skepanós Transliteration B: skepanos Transliteration C: skepanos Beta Code: skepano/s

English (LSJ)

ή, όν, sheltered or sheltering, κευθμῶνες Opp.H.3.636; ὑφόρμισις AP7.699, cf. Dion. Byz.1.

German (Pape)

[Seite 892] 1) bedeckend, bedachend, σκεπανοῖς κευθμῶσι, Opp. Hal. 3, 636. – 2) pass., bedeckt, beschattet, ὑφόρμισις, Ep. ad. 396 (VII, 699).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui abrite, qui sert d'abri;
2 abrité, couvert.
Étymologie: σκέπη.

Russian (Dvoretsky)

σκεπᾰνός: защищенный, укрытый (οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμισις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σκεπᾰνός: -ή, -όν, ὁ ἐσκεπασμένος ἢ ὁ σκεπάζων, καλύπτων, κευθμῶνες Ὀππ. Ἁλ. 3. 636· ὑφόρμισις Ἀνθ. Π. 7. 699· πρβλ. σκεπεινός.

Greek Monolingual

-ἡ, -όν, Α
1. αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι ή που παρέχει στέγη
2. σκεπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγανός)].

Greek Monotonic

σκεπᾰνός: -ή, -όν (σκέπω), αυτός που είναι στεγασμένος ή που στεγάζει, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκεπᾰνός, ή, όν σκέπω
sheltered or sheltering, Anth.