μίσυβρις
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
[μῑ], ιος, ὁ, ἡ,
A hating insolence, LXX 3 Ma.6.9.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, Uebermuth hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μίσυβρῐς: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν ὕβριν, τὴν ἀλαζονείαν, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛʹ, 7).