περιμάσσω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Att. περιμάττω, A wipe all round, τὠφθαλμὼ τούτῳ (sc. τῷ σύκῳ) π. Pherecr.132; τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plu.2.976b; σπόγγῳ τι Aët.8.3, cf. Gal.12.840; τὸ πρόσωπον Sor.2.28:—Med., περιμάξασθαι τὸν κόλπον Id.1.61, cf. Philum. ap. Orib.45.29.44. 2 wipe off, τὴν ἀκαθαρσίαν Dsc.5.94. 3 purify by magic, Men.530.21, Ph.2.316, Plu.2.168d (Pass.).
German (Pape)
[Seite 582] att. -ττω, ringsum abwaschen oder reinigen, Plut. de superst. 3 u. a. Sp., von magischen Reinigungen.
French (Bailly abrégé)
1 nettoyer ou purifier en frottant tout autour;
2 purifier en prononçant des formules magiques autour.
Étymologie: περί, μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
περιμάσσω: атт. περιμάττω
1 очищать, чистить (τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plut.);
2 очищать волшебными средствами Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάσσω: Ἀττ. -ττω· - ἀπομάττω ὁλόγυρα, σπογγίζω ὁλόγυρα, τὠφθαλμὼ τούτῳ (δηλ. τῷ σύκῳ) π. Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 3· τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Πλούτ. 2. 976Β· σπόγγῳ τι Γαλην. 2) διὰ μαγείας καθαρίζω, ἀπαλλάττω μαγικῆς ἐνεργείας δι’ ἁγνισμοῦ, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 1, Δημ. 313. 17, καὶ αὐτόθι ἴδε Dissen, Wyttenb. Πλούτ. 2. 166Α. ΙΙ. ἀποσπογγίζω, «σπόγγῳ ἐξ ὕδατος ψυχροῦ περίμασσε τὰ ἐκτὸς μέρη τοῦ χαλκώματος» Διοσκ. 1. 84 (σ. 89) ἔκδ. Kühn: τὰ δάκρυα Φωτ. Βιβλ. 469. 35. Πρβλ. ἀπομάσσω.
Greek Monolingual
Α
1. σκουπίζω γύρω γύρω, καθαρίζω ολόγυρα
2. καθαρίζω από μάγια, λύνω μάγια, ξορκίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μάσσω «σκουπίζω»].
Greek Monotonic
περιμάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σκουπίζω ολόγυρα, εξαγνίζω από μαγεία, απαλλάσσω με καθαρμό, σε Δημ.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification, Dem.