ὑποσπάω
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
A draw away from under, στρώματα D.24.197; τὰ σκολύθριά τινων ὑ. Pl.Euthd.278b; τὸν κίονα Arist.Ph.255b25; ὑ. τινὰ ἐκ τῶν ποδῶν, i. e. trip him up, Luc.Asin.44, cf. Plu.2.535f. 2 draw off, τὴν ὑποστάθμην Protagorid.4; τὸ πῦρ Dsc.1.30; ὑ. τῆς ποσότητος τοῦ γάλακτος reduce the baby's ration of milk, Sor.1.116. II metaph., withdraw secretly. filch away, ποίμνης νεογνὸν θρέμμ' ὑποσπάσας E.El.495; ὑπέσπασεν φυγῇ πόδα withdrew his foot secretly, stole away, Id.Ba.436:—Med. ὑποσπάσασθαι in X.Eq.7.8 is (prob.) to draw one's skirts from under one, of a horseman after mounting:—Pass., to be withdrawn, Arist.Somn.Vig.457b24. 2 εἰπεῖν ὑ. refuse to say, Phld.Lib.p.23 O.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. ὑπέσπακα;
tirer par en bas : τινα ἐκ τῶν ποδῶν LUC qqn par les pieds.
Étymologie: ὑπό, σπάω.
German (Pape)
(σπάω), darunter od. unten wegziehen; οὐδ' ὑπέσπασε φυγῇ πόδα Eur. Bacch. 436; ὥσπερ οἱ τὰ σκολύθρια τῶν μελλόντων καθιζήσεσθαι ὑποσπῶντες χαίρουσι Plat. Euthyd. 278c; στρώματα Dem. 24.197.
Med. unter sich wegziehen, ὑποσπάσασθαι τὸν ἵππον, das Pferd durch einen leichten Zug des Zügels antreiben, Xen. Eq. 7.8.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσπάω: снизу вытягивать, вытаскивать, выдергивать (στρώματα Dem.; τὸν κίονα Arst.): τὰ σκολύθρια τῶν μελλόντων καθιζήσεσθαι ὑ. Plat. выхватывать стулья из-под намеревающихся сесть; ἐκ τῶν ποδῶν ὑποσπάσαι (sc. τινά) Luc. сбить кого-л. с ног; ὑποσπάσαι φυγῇ πόδα Eur. убежать прочь, удрать; ὑποσπωμένου τοῦ θερμοῦ Arst. по отвлечении теплоты; ὑποσπάσαι θρέμμα ποίμνης Eur. взять ягненка из стада; ὑποσπάσασθαι Xen. (о всаднике) подтянуться, подобраться (в седле).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσπάω: μέλλ. -άσω, λαμβάνω, ἀφαιρῶ τι ὑποκάτωθεν, θύρας ἀφαιρεῖν, καὶ στρώμαθ’ ὑποσπᾶν Δημ. 762. 4· ὥσπερ οἱ τὰ σκολύθρια τῶν μελλόντων καθιζήσεσθαι ὑποσπῶντες χαίρουσι καὶ γελῶσιν ἐπειδὰν ἴδωσιν ὕπτιον ἀνατετραμμένον, καθὼς οἱ τὰ σκαμνία τῶν μελλόντων νὰ καθίσωσιν ἀφαιροῦντες κρυφίως ὑποκάτωθεν αὐτῶν χαίρουσι καὶ γελῶσιν ὅταν ἴδωσιν ἀνατετραμμένον, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C· ὁ τὸν κίονα ὑποσπάσας, ἀφελὼν ὑποκάτωθεν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 4, 19· ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν ὁδὸν ὑποσπάσας ἐκτείνει, ἐκ τῶν ποδῶν ὑφελκύσας εἰς τὴν ὁδὸν τὸν ἐξαπλώνει, Λουκ. Ὄνος 44, πρβλ. Πλούτ. 2. 535F· ποίμνης νεογνὸν θρέμμ’ ὑποσπάσας, λαβὼν αὐτὸ ὑποκάτωθεν τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 495. 2) ἀποσπῶ κρυφίως, ὑπέσπασε φυγῇ πόδα, ἀπέσυρε τὸν πόδα του κρυφίως, ἀνεχώρησε λάθρα, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 436. ― Μέσ., ὑποσπάσασθαι ἐν Ξενοφ. Ἱππ. 7, 8, σημαίνει πιθανῶς τὸ ἀποσύρειν κάτωθεν τὰ κράσπεδα τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ ἱππέως μετὰ τὴν ἐπὶ τοῦ ἵππου ἀνάβασιν. ― Παθητ., ἀποσύρομαι, Ἀριστ. π. Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 23· πρβλ. ὑποπλάσσομαι.
Greek Monotonic
ὑποσπάω: μέλ. -άσω [ᾰ],
1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι από κάτω, σε Πλάτ., Δημ.
2. αποσπώ κρυφά, ὑπέσπασε φυγῇ πόδα, απέσυρε το πόδι του κρυφά, ανεχώρησε κρυφά, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. άσω
1. to draw away from under, Plat., Dem.
2. to withdraw secretly, ὑπέσπασε φυγῇ πόδα withdrew his foot secretly, stole away, Eur.