εἰληδόν

Revision as of 10:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη) A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917. II (εἰλέω) by twisting round, by coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

German (Pape)

(von εἰλέω), verflochten, συνεστραμμένως, Suid.; – εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Antiphil. 23 (IX.14), verwickelt.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Middle Liddell

εἰλέω
by twisting round, Anth.