λιποστρατία

From LSJ
Revision as of 14:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποστρᾰτία Medium diacritics: λιποστρατία Low diacritics: λιποστρατία Capitals: ΛΙΠΟΣΤΡΑΤΙΑ
Transliteration A: lipostratía Transliteration B: lipostratia Transliteration C: lipostratia Beta Code: lipostrati/a

English (LSJ)

ἡ, desertion from the army, refusal to serve, Hdt.5.27, Th.6.76, D.H. 11.22:—also λῐποστρᾰτ-ιον, τό, Th.1.99, Ph.2.132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désertion miliaire.
Étymologie: λείπω, στρατιά.

German (Pape)

ἡ, v.l. für λειποστρατία, Thuc.

Russian (Dvoretsky)

λῐποστρατία: ион. λιποστρατίη ἡ бегство из армии, дезертирство Her.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποστρᾰτία: ἡ, ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοῦ, τὸ τὴν στρατιὰν ἐγκαταλιμπάνειν, Ἡρόδ. 5. 27, Θουκ. 6. 76· ― οὕτω, λιποστράτιον, τό, Θουκ. 1. 99· τοιοῦτοι δὲ τύποι εἶναι σπάνιοι ἐν τῇ ὀνομαστικῇ, πρβλ. λιπομαρτυρίου, λιποναυτίου, λιποταξίου· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monolingual

η (Α λιποστρατία)
βλ. λιποστράτιος.

Greek Monotonic

λῐποστρᾰτία: ἡ, εγκατάλειψη στρατού, άρνηση να υπηρετήσει κάποιος στο στρατό, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

λῐπο-στρᾰτία, ἡ,
desertion of the army, refusal to serve, Hdt., Thuc.