μαργαίνω

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαργαίνω Medium diacritics: μαργαίνω Low diacritics: μαργαίνω Capitals: ΜΑΡΓΑΙΝΩ
Transliteration A: margaínō Transliteration B: margainō Transliteration C: margaino Beta Code: margai/nw

English (LSJ)

(μάργος) only in pres., rage furiously, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι Il.5.882; σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν are madly greedy after... Democr.147: abs., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆϊ Coluth.198.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μαργάω.

German (Pape)

rasend sein; Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσιν, trieb ihn an gegen die Götter zu wüten, rasend auf die Götter loszugehen, Il. 5.882; Democr. bei Plut. de san. tu. p. 388; sp.D., wie Coluth. 197 und Man. 1.95.

Russian (Dvoretsky)

μαργαίνω: (только praes.) неистовствовать, бешено нападать, яростно устремляться (ἐπί τινι Hom., Democr. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μαργαίνω: (μάργος) ὡς τὸ μαργάω, μαίνομαι, μανιωδῶς φέρομαι, ἀκράτως ὁρμῶ, μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι Ἰλ. Ε. 882· συσὶν ἐπὶ φορυτῷ μαργαινούσαις, μανιωδῶς λαιμάργοις διά..., Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 129Α· ἀπολ., μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆι Κόλουθ. 195. Ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.

English (Autenrieth)

(μάργος): rage madly or wildly, Il. 5.882†.

Greek Monolingual

μαργαίνω (Α) μάργος
(μόνον στον ενεστ.) μαίνομαι εναντίον κάποιου, συμπεριφέρομαι με μανία, ορμώ ασυγκράτητα («μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ' ἀθανάτοισι θεοῖσι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μαργαίνω: (μάργος), μόνο στον ενεστ., μανιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μαργαίνω, only in pres.] μάργος
to rage furiously, Il.