ἐπιτάκτης
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ἐπιτάκτου, ὁ, commander, Gp.17.2.4: used to transl. Lat. Imperiosus, the surname of Manlius Torquatus, Plu. 2.308e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
l'Impérieux (T. Manlius Torquatus).
Étymologie: cf. ἐπιτακτήρ.
German (Pape)
ὁ, der Befehlende, Geop.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάκτης: ου adj. m повелительный, властный, умеющий повелевать (перевод лат. Imperiosus, agnomen Манлия Торквата у Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιτάσσων, Γεωπ. 17. 2, 4· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Imperiosus, ὅπερ ἦν ἐπώνυμον τοῦ Μανλίου ἢ Μαλλίου Τορκουάτου, Πλούτ. 2. 308Ε.
Spanish
Greek Monolingual
ἐπιτάκτης, ό (AM) επιτάσσω
μσν.
αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ
αρχ.
επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. του λατ. imperiosus).
Léxico de magia
ὁ que manda en plu., ref. a divinidades inconcretas ἐπικαλοῦμαι ... ὦ τῆς Μοίρας τῆς ἅπαντα περιϊππαζομένης ἐπιπομποί, ὦ τῶν ὑπερεχόντων ἐπιτάκται os invoco a vosotros, los que enviáis a la Moira que todo lo recorre, vosotros que mandáis sobre los que están por encima P XII 222