ὕπανδρος

From LSJ
Revision as of 09:01, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pelop" to "Pelop")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπανδρος Medium diacritics: ὕπανδρος Low diacritics: ύπανδρος Capitals: ΥΠΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: hýpandros Transliteration B: hypandros Transliteration C: ypandros Beta Code: u(/pandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ) A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9. II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
en pouvoir de mari, mariée.
Étymologie: ὑπό, ἀνήρ.

German (Pape)

unter dem Manne, verheiratet, Pol. 10.26.3, und öfter Sp.
Bei Plut. sind γύναια ὕπανδρα liederliche Weiber, Pelop. 9. – Überh. weiblich, ἀγωγή, weibliche Lebensart, DS

Russian (Dvoretsky)

ὕπανδρος:
1 замужняя (γυνή Polyb.): γύναια τῶν ὑπάνδρων Plut. распутные бабенки;
2 женственный, изнеженный (ἀγωγή Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.

English (Strong)

from ὑπό and ἀνήρ; in subjection under a man, i.e. a married woman: which hath an husband.

English (Thayer)

ὕπανδρον (ὑπό and ἀνήρ), under i. e. subject to a man: γυνή, married, Numbers 5:(20),29; Polybius 10,26, 3; (Diodorus 32,10, 4vol. 5:50,17th edition, Dindorf); Plutarch, Artemidorus Daldianus, Heliodorus.)

Greek Monotonic

ὕπανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που είναι υπό τον άνδρα, αυτός που υπόκειται σε αυτόν, έγγαμος, παντρεμένος, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Middle Liddell

ὕπ-ανδρος, ον, ἀνήρ
under a man, subject to him, married, NTest., Plut.

Chinese

原文音譯:Ûpandroj 墟普-安得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在下-人
字義溯源:服從於某一人,有了丈夫的女人,已婚的;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἀνήρ)*=人)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 已婚的(1) 羅7:2

Mantoulidis Etymological

(=παντρεμένη). Ἀπό τήν πρόθ. ὑπό + ἀνήρ.