παροικέω

From LSJ
Revision as of 14:55, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικέω Medium diacritics: παροικέω Low diacritics: παροικέω Capitals: ΠΑΡΟΙΚΕΩ
Transliteration A: paroikéō Transliteration B: paroikeō Transliteration C: paroikeo Beta Code: paroike/w

English (LSJ)

A dwell beside, c. acc., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης τὴν Ἀσίαν π. dwell along the coasts of Asia, Isoc.4.162: c. dat., live near, πόλει Th.1.71; ταῖς πυραμίσι OGI666.13 (i A. D.); dwell among, τισι Th.3.93: abs., Id.6.82; of places, lie near, X.Vect.1.5. II live in a place as πάροικος, οἱ παροικοῦντες ξένοι D.S.13.47, cf. SIG709.9 (Chersonesus, ii B. C.); ὡς ἐπὶ ξένης Ph.1.416; sojourn in, Ἱερουσαλήμ Ev.Luc.24.18. III metaph., τὸν ἀνθ ρώπινον βίον παρῳκηκότες Phld. Mort.38.

German (Pape)

[Seite 525] daneben wohnen, τινί, Thuc. 3, 93; πόλει ὁμοίᾳ παροικοῦντες, 1, 71; auch mit dem acc., wie Isocr. 4, 162, ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες Ἀσίαν παροικοῦσι, sie wohnen an der Küste Asiens entlang; als Fremder ohne Bürgerrecht in einer Stadt wohnen, οἱ παροικοῦντες ξένοι, D. Sic. 13, 47; N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter auprès, d'où
1 habiter auprès de, être voisin de, τινι ; avec mouv. venir habiter près de, acc.;
2 vivre au milieu de ou parmi, τινι.
Étymologie: παρά, οἰκέω.
NT: séjourner temporairement ; séjourner dans un lieu comme un étranger

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οικέω dicht bij... wonen, met dat.: πόλει π. bij een stad wonen Thuc. 1.71.2. langs... wonen, met acc.: τὴν Ἀσίαν παροικοῦσιν zij wonen langs (de kust van) Azië Isocr. 4.162. als vreemdeling wonen:. σὺ μόνος παροικεῖς Ἰερουσαλήμ; ben jij de enige vreemdeling in Jeruzalem? NT Luc. 24.18.

Russian (Dvoretsky)

παροικέω:
1 жить рядом, обитать по соседству (πόλει Thuc.);
2 населять побережье (π. τὴν Ἀσίαν Isocr.);
3 находиться рядом (αἱ πόλεις παροικοῦσαι Xen.);
4 переселяться (в качестве чужеземца) (εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελιας NT).

Greek (Liddell-Scott)

παροικέω: μετ’ αἰτ., ἀπὸ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες τὴν Ἀσίαν παροικοῦσι, κατοικοῦσι καθ’ ὅλην τὴν παραλίαν αὐτῆς, Ἰσοκρ. 74D· μετὰ δοτικ., κατοικῶ πλησίον, Θουκ. 1. 71· κατοικῶ μεταξύ, τισιν 3. 93· ἀπολ., ὁ αὐτ. 6. 82· -ἐπὶ τόπων, κεῖμαι πλησίον, Ξεν. Πόροι 1. 5· πρβλ. οἰκέω Β. ΙΙ. ΙΙ. κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ ὡς πάροικος, παραμένω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ’, 18, Φίλων 1. 416, κτλ.

English (Strong)

from παρά and οἰκέω; to dwell near, i.e. reside as a foreigner: sojourn in, be a stranger.

English (Thayer)

παροίκῳ; 1st aorist παρῴκησα;
1. properly, to dwell beside (one) or in one's neighborhood (παρά, IV:1); to live near; (Xenophon, Thucydides, Isocrates, others).
2. in the Scriptures to be or dwell in a place as a stranger, to sojourn (the Sept. for גּוּר, several times also for יָשַׁב and שָׁכַן): followed by ἐν with a dative of place, R L (Alex. manuscript; Ald.), etc.); with an accusative of place, ibid. G T Tr WH (εἰς with the accusative of place (in pregnant construction; see εἰς, C. 2), to dwell on the earth, Philo de cherub. § 34 (cf. Clement of Rome, 1 Corinthians 1,1 [ET] and Lightfoot and Harnack at the passage; Holtzmann, Einl. ins N. T., p. 484f. Synonym: see κατοικέω.).)

Greek Monotonic

παροικέω: μέλ. -ήσω, διαμένω πλησίον, με αιτ., παροικέω τὴν Ἀσίαν, κατοικώ κατά μήκος της ακτής της Ασίας, σε Ισοκρ.· με δοτ., μένω κοντά, σε Θουκ.· διαμένω ανάμεσα, τισίν, στον ίδ.· λέγεται για τόπο, βρίσκομαι κοντά, σε Ξεν.
II. (πάροικος II), ζω σ' ένα μέρος, διαμένω για λίγο, σε Καινή Διαθήκη

Greek Monolingual

παροικῶ, παροικέω, Ν ΜΑ οικώ
κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῖς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῖς παροικοῦσι ξένοις», Διόδ. Σικ.)
αρχ.
1. κατοικώ, διαμένω κάπου («σὺ μόνον παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ)
2. μτφ. ζω, βρίσκομαι στη ζωή («τὸν ἀνθρώπινον βίον παρῳκηκότες», Φιλόδ.)
3. (για τόπο) κείμαι, βρίσκομαι κοντά
4. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («ταῖς πυραμίσι παροικεῖν», επιγρ.)
5. κατοικώ μεταξύ, ανάμεσα («φοβούμενοι μὴ σφίσι μεγάλη ἰσχύς παροικῶσιν... ἐπολέμουν ἀνθρώποις νεοκαταστάτοις», Θουκ.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to dwell beside, c. acc., π. τὴν Ἀσίαν dwell along the coast of Asia, Isocr.: c. dat. to live near, Thuc.: to dwell among, τισίν Thuc.; of places, to lie near, Xen.
II. (πάροικος II) to live in a place, sojourn, NTest.

Chinese

原文音譯:paroikšw 爬而-哀咳哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-家
字義溯源:就近住,寄居,作客,居住,住在;由(παρά)*=旁,出於)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 他⋯作客(1) 來11:9;
2) 作客(1) 路24:18