κλεψιγαμία
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
German (Pape)
[Seite 1449] ἡ, Buhlerei, Sp.; auch Hdn. epim. 93.
Greek Monolingual
η (AM κλεψιγαμία) κλεψιγαμώ
η ύπαρξη παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ ετεροφύλων οι οποίοι δεν συνδέονται με γάμο.