οἰωνιστής

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνιστής Medium diacritics: οἰωνιστής Low diacritics: οιωνιστής Capitals: ΟΙΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiōnistḗs Transliteration B: oiōnistēs Transliteration C: oionistis Beta Code: oi)wnisth/s

English (LSJ)

οἰωνιστοῦ, ὁ, one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185; θεοπρόπος οἰωνιστής Il.13.70: in late Prose, Gal.9.833;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

German (Pape)

ὁ, Vogelschauer, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt; Il. 2.858, 17.218; auch θεοπρόπος, 13.70; Hes. Sc. 185; und in sp. Prosa, wie D.Cass.; Hesych. erkl. ὀρνεοσκόπος.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνιστής: οῦ ὁ птицегадатель Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.

English (Autenrieth)

(bird) seer; as adj., Il. 13.70.

Greek Monolingual

οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.

Greek Monotonic

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

οἰωνιστής, οῦ, ὁ,
one who foretells from the flight and cries of birds, an augur, Il., Hes.