δομή
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, (δέμω)
A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch.
II Alex. word for δέμας, A.R.3.1395, Nic.Th.153, Lyc.334,597,783.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 constitución fís., tamaño, cuerpo κήτεσσι δομὴν ἀτάλαντοι ἰδέσθαι por su tamaño parecen monstruos marinos A.R.3.1395, ὅταν ... ἀλλάξῃς δομήν Lyc.334, σμώδιγγα προσμάσσων δομῇ Lyc.783, cf. 597, κόχλοισι δομὴν ἰνδάλλεται se parece en el cuerpo a los caracoles Nic.Th.153, cf. 259, Hsch.
2 construcción, edificación Hsch.
3 δ.· τρόπων κατασκευή Hsch.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, 1) der Bau, das Gebäude, VLL. – 2) = δέμας, Ap. Rh. 3, 1395 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
construction ; p. anal. charpente du corps, corps.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμας.
Greek (Liddell-Scott)
δομή: ἡ, (δέμω) οἰκοδόμημα, Ἡσύχ. ΙΙ. = δέμας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1395, Λυκόφρ. 334, 597, 783.
Greek Monolingual
η (AM δομή)
1. χτίσιμο, οικοδόμηση
2. οικοδόμημα
νεοελλ.
κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση
αρχ.
δέμας, σώμα.
Greek Monotonic
δομή: ἡ (δέμω), κτίριο, οικοδόμημα.