ταπεινόφρων

From LSJ
Revision as of 20:10, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰπεινόφρων Medium diacritics: ταπεινόφρων Low diacritics: ταπεινόφρων Capitals: ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: tapeinóphrōn Transliteration B: tapeinophrōn Transliteration C: tapeinofron Beta Code: tapeino/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A mean-spirited, base, Plu.2.336e. 2 in good sense, lowly in mind, humble, LXX Pr.29.23, 1 Ep.Pet.3.8.

German (Pape)

[Seite 1069] ονος, niedrig gesinnt, niedergeschlagenes Sinnes, kleinmüthig, Plut. de fort. Alex. 2, 4. – Auch demüthig, N. T.

French (Bailly abrégé)

ων ; gén. ονος (ὁ, ἡ) qui a des sentiments peu élevés, pusillanime;
NT: humble.
Étymologie: ταπεινός, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινόφρων: 2, gen. ονος
1 павший духом, малодушный Plut.;
2 смиренный NT.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ταπεινὰ φρονῶν, χαμερπής, Πλούτ. 2. 336Ε. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας ὁ ταπεινὸς τὸ φρόνημα, ταπεινός, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΘ΄, 23), Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. ταπεινοφρόνως, αὐτόθι.

Greek Monotonic

τᾰπεινόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ταπεινός στο πνεύμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τᾰπεινόφρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
lowly in mind, Plut.

Chinese

原文音譯:filÒfrwn 非羅-弗朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-表現的
字義溯源:心思友愛的,有愛心,友善的,仁慈的,謙卑的;由(φίλος)*=親愛)與(φρήν)*=心思,悟性)組成。註:和合本用 (ταπεινόφρων)代替 (ταπεινόφρων / φιλόφρων
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 有禮貌(1) 彼前3:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ταπεινός + φρήν. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ταπεινός.