μαθητεύω
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c. II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.
French (Bailly abrégé)
être disciple de, τινι;
NT: faire de qqn un disciple ; instruire.
Étymologie: μαθητής.
German (Pape)
schüler sein, τινί, Plut. X oratt. Isocr. p. 237. – Auch trans., lehren, unterrichten, τινά, NT Dah. pass. μαθητεύομαι, unterrichtet werden, lernen, Sp., bes. K.S.
Russian (Dvoretsky)
μᾰθητεύω:
1 быть учеником (τινί Plut., NT);
2 учить (πάντα τὰ ἔθνη NT).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.
English (Strong)
from μαθητής; intransitively, to become a pupil; transitively, to disciple, i.e. enrol as scholar: be disciple, instruct, teach.
English (Thayer)
1st aorist ἐμαθήτευσα; 1st aorist passive ἐμαθητευθην; (μαθητής);
1. intransitive, τίνι, to be the disciple of one; to follow his precepts and instruction: R G WH marginal reading, cf. Plutarch, mor., pp. 832b. (vit. Antiph. 1), 837c. (vit. Isocrates 10); Jamblichus, vit. Pythag c. 23).
2. transitive (cf. Winer's Grammar, p. 23and § 38,1; (Buttmann, § 131,4)) to make a disciple; to teach, instruct: τινα, L T Tr WH text; μαθητευθείς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανοῦ (see γραμματεύς, 3), where long since the more correct reading τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν was adopted, but without changing the sense; (yet Lachmann inserts ἐν).
Greek Monolingual
(AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) μαθητής
1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω
2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, -η, -ο
α) αυτός που μαθαίνει μια τέχνη ή ένα επάγγελμα
β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την απαιτούμενη πείρα, αρχάριος
γ) ναυτ. (στο παρελθόν) νεοσύλλεκτος
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι
μσν.
μέσ. μαθητεύομαι
αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω.
Greek Monotonic
μᾰθητεύω: μέλ. -σω,
I.είμαι μαθητής, τινί, σε κάποιον δάσκαλο, σε Πλούτ.
II. μτβ., κάνω κάποιον μαθητή μου, καθοδηγώ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μᾰθητεύω, fut. -σω
I. to be pupil, τινί to one, Plut.
II. trans. to make a disciple of, instruct, NTest. [from μᾰθητής]
Chinese
原文音譯:maqhteÚw 馬帖跳哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(作)學(生)
字義溯源:受教作門徒,作門徒;源自(μαθητής)=學習者);而 (μαθητής)出自(μανθάνω)*=學)。主耶穌不僅吩咐門徒去傳福音書,叫人受浸( 可16:15,16);並且也吩咐門徒要教導這些受浸的人去‘作門徒’( 太28:19)。就如亞利馬太的財主約瑟,他也是耶穌的門徒,曾將耶穌的身體用細麻布裹好,安放在自己的新墳墓裏( 太27:57,58,59)。參讀 (διδάσκω) (εἰσάγω)同義字比較 (διδάσκω)同源字
出現次數:總共(4);太(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 作門徒(2) 太28:19; 徒14:21;
2) 是⋯門徒(1) 太27:57;
3) 受教作⋯門徒(1) 太13:52