μεθοδεύω

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθοδεύω Medium diacritics: μεθοδεύω Low diacritics: μεθοδεύω Capitals: ΜΕΘΟΔΕΥΩ
Transliteration A: methodeúō Transliteration B: methodeuō Transliteration C: methodeyo Beta Code: meqodeu/w

English (LSJ)

aor. with double augm.
A ἐμεθώδευσα D.L.8.83: pf. Pass. μεμεθώδευμαι Eust.1325.32: (μέθοδος):—treat or practise by rule or method, τέχνην Phld.Rh.1.31 S., Ph. ap. Eus.PE8.14, cf. D.H. Th.19, D.S.1.15; τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μ. ib.81; τέχνας D.H. 2.28:—Pass., Ph.1.212.
2 deal with, i.e. remove, avert an impending misfortune, PMag.Leid.W.16.13.
3 c. acc. pers., defraud, 'get round', Just.Nov.115.5.1:—Pass., ib.124.3; γυνὴ -εύεται ἐπαίνοις Charito 7.6:—abs. in Act., employ craft, LXX 2 Ki.19.27:—in Med., Plb.38.12.10, Arg.D.47.
4 Medic., treat, 'doctor', in Pass., Orib.Fr.74, Paul.Aeg.6.26: metaph., πᾶς λίβανος δολοῦται τῇ… ῥητίνῃ -ευομένῃ (v.l. -ευόμενος) Dsc.1.68.
5 collect, exact a tax or debt, Cod.Just.10.19.9.1, 1.3.38.2.

German (Pape)

[Seite 113] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται γυνή, 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an.

French (Bailly abrégé)

1 suivre de près, à la piste ; fig. poursuivre d'une manière régulière et méthodique, faire avec méthode, acc.;
2 suivre par des voies détournées ; capter, tromper, séduire;
Moy. user de ruses, particul. d'artifices oratoires.
Étymologie: μέθοδος.

Russian (Dvoretsky)

μεθοδεύω:
1 выслеживать, прослеживать, разыскивать (τὴν ἀλήθεικν ἐκ τῆς ἐμπειρίας Diod.): πῶς μεθοδεύεται; Diod. как (к этому) подойти?;
2 med. перехитрить Dem., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

μεθοδεύω: ἀόριστός τις μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· (μέθοδος). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».

Greek Monolingual

(ΑM μεθοδεύω) μέθοδος
κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη
νεοελλ.
1. οργανώνω συστηματικά και εκ του αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση του κυπριακού»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μεθοδευμένος, -η, -ο
οργανωμένος μεθοδικά εκ του αφανούς από κάποιον με ορισμένο σκοπό («επρόκειτο για μεθοδευμένη ενέργεια»)
μσν.
1. υποδεικνύω τη μέθοδο για κάτι, δίνω οδηγίες
2. μελετώ καλά, αξιολογώ
3. (σχετικά με αριθμ. πρόβλημα) υπολογίζω, επιλύω
μσν.-αρχ.
1. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, μηχανεύομαι, εξαπατώ («γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις», Ιουστιν.)
2. παθ. μεθοδεύομαι
θεραπεύομαι
αρχ.
1. εισπράττω φόρους
2. αποκρούω ή απομακρύνω μεθοδικά
3. κυβερνώ
4. εκφράζω με λόγια
5. διαστρεβλώνω λόγια.

Greek Monotonic

μεθοδεύω: (μέθοδος), μέλ. -σω, εξαπατώ μεθοδικά, χρησιμοποιώ δόλια τεχνάσματα, σε Π.Δ. (Εβδομήκοντα).

Middle Liddell

fut. σω μέθοδος
to treat by method: to use cunning devices, employ craft, Lxx.