μῶλος

From LSJ
Revision as of 12:07, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶλος Medium diacritics: μῶλος Low diacritics: μώλος Capitals: ΜΩΛΟΣ
Transliteration A: mō̂los Transliteration B: mōlos Transliteration C: molos Beta Code: mw=los

English (LSJ)

ὁ, toil and moil of war, μῶλος Ἄρηος Il.2.401, etc.: also without Ἄρηος, 17.397, 18.188, Hes.Sc.257: once in Od., ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος struggle between Irus and the stranger, 18.233; εὖτ' ἂν δὴ μῶλον Ἄρης συνάγῃ = whenever Ares incites battle Archil.3.

German (Pape)

[Seite 225] ὁ (moles), Mühe, Anstrengung, VLL. erkl. μάχη, θόρυβος, u. haben auch die Form μόλος; bes. Kriegsarbeit, Kampf, θάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος, Il. 2, 401 u. öfter, auch ohne den Zusatz, πῶς τ' ἄρ' ἴω μετὰ μῶλον, 18, 188, περὶ δ' αὐτοῦ μῶλος ὀρώρει ἄγριος, 17, 397; vgl. Hes. Sc. 257; ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, der Zweikampf des Fremden und des Iros, Od. 18, 233 (sonst kommt das Wort in der Od. nicht vor); Ἄρης μῶλον συνάγει, Archil. 50; Ap. Rh. 4, 414. – Hesych. erwähnt auch ein Verbum μωλέω = μάχομαι, u. μωλήσεται, μαχήσεται, πικρανθήσεται. – In der Überschrift des Ep. ad. 370 (IX, 670), εἰς μῶλον τῇ θαλάττῃ ἐπικείμενον, ist es Hafendamm, moles.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
travail pénible ; guerre, combat.
Étymologie: cf. lat. moles.

Russian (Dvoretsky)

μῶλος:
1 борьба, бой (Ἄρηος, ἄγριος Hom.);
2 дамба, мол (τῇ θαλάττῃ ἐπικείμενος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῶλος: ὁ, ὁ κόπος καὶ μόχθος τοῦ πολέμου, μῶλος Ἄρηος Ἰλ. Β. 401, κτλ.· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ Ἄρηος, Ρ. 397., Σ. 188, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 257· - ἀλλά, ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος, ὁ ἀγὼν ὁ μεταξύ..., Ὀδ. Σ 233 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ἡ λέξ. ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ὀδ.)· Ἄρης μῶλον συνάγει Ἀρχίλ. 3. - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ῥῆμα μωλέω = μάχομαι, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

toil and moil of battle, freq. w. Ἄρηος, Η 1, Il. 17.397.

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ μῶλος)
ο μόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μῶλος, αντί μόλος που θεωρείται επικρατέστερος (< ιταλ. mōlo), αποτελεί απόδοση του μακρού λατ. -ō- στον τ. mōles, -is «όγκος, προκυμαία» με -ω-].
(II)
μῶλος, ὁ (Α)
1. ο κόπος και ο μόχθος του πολέμου («εὐχόμενος θάνατόν τε φυγεῖν καὶ μῶλον Ἄρηος», Ομ. Ιλ.)
2. (μόνο μία φορά στην Οδύσσεια) αγώνας, μονομαχία («ξείνου καὶ Ἴρου μῶλος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται με το λατ. mōlēs «βάρος, μόχθος» (πρβλ. μῶλος Ἄρηος και λατ. mōles Μartis ή mōles pugnae «αγώνας ή μόχθος του πολέμου»), με το μόλις «με κόπο», καθώς και με λιθουαν. prisimuoleti «κοπιάζω, μοχθώ». Είναι πιθανό όλοι αυτοί οι τ. να συνδέονται με γερμ. και σλαβικές λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. muoan «πιέζω, ενοχλώ», απ' όπου το γερμ. mude «κουρασμένος», ρωσ. maju, -atĭ «κουράζω, εξαντλώ»). Η λ. χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο για να δηλώσει τη μάχη, τη συμπλοκή. Στην αρχ. κρητική διάλεκτο απαντούν σύνθετες και παράγωγες λ. του τ. μῶλος ως δικανικοί όροι (πρβλ. ἀντί-μωλος «αντίδικος», μωλῶ, -έω «δικάζω»). Πρόκειται για χρήση που απηχεί το παλαιότερο στρατιωτικό πνεύμα (πρβλ. και τους δικανικούς όρους: διώκω, φεύγω). Η λ., τέλος, δεν αποκλείεται να συνδέεται με την ονομασία Μώλεια (τά), όνομα αρκαδικής εορτής, η οποία τελούνταν σε ανάμνηση της μάχης του Λυκούργου με τον Ερευθαλίωνα].

Greek Monotonic

μῶλος: ὁ, κόπος και μόχθος για πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ξείνου καὶἼρου μῶλος, η μάχη μεταξύ του Ίρου και του ξένου, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: battle, toil and moil of war (Il. σ 233, Hes. Sc. 257; after these Archil. 3).
Compounds: As 2. member in εὔμωλος ἀγαθὸς πολεμιστής, εὔοπλος (H.) with Εὑμωλ-ίων (Sparta); further in the words from Gortyn, which belong semantically together ἀντί-μωλος = ἀντίδικος, opponent in a suit' with ἀντι- μωλ-ία δίκη εἰς ἥν οἱ ἀντίδικοι παραγίνονται (H. s. μωλεῖ), ἀμφί-μωλος because of whom a suit is carried, disputable, ἀμωλ-εί without suit, uncertain ἀγχεμω[λία], = ἀγχιστεία'?
Derivatives: Denom. verb. μωλέω, also with ἀμφι-, ἀπο-, ἐπι-, be at law (Gort.), μωλεῖ μάχεται, μωλήσεται μαχήσεται, πικρανθήσεται H. -- Here prob. also Μώλεια n. PN. of an Arcad. feast (sch. A. R. 1, 164).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [746] *meh₃- get tired
Etymology: Unknown. Usually with Bezzenberger-Fick BB 6, 239 a.o. connected with Lat. mōlēs heavy mass, heaviness, effort, difficulty; orig. meaning then *`effort, labour v.t.' (still retained in μῶλος Ἄρηος?), from where fight (cf. πόνος); from there with transition in the juridical sphere lawsuit; cf. διώκειν, φεύγειν and Trümpy Fachausdrücke 160ff., Ruijgh L'élém. ach. 95f. A quite hypothetical attempt to connect μῶλος and mōlēs morphologically with each other, by Pedersen Cinq. décl. lat. 62 (Schwyzer 425). -- Separation of an l-suffix makes connection possible with a Germ.-Slav. group, e.g. OHG muoan burden, mühen (with müde etc.), Russ. máj-u, -atь tire, exhaust, tease, Lith. prisi-muol-ėti get tired. More forms in WP. 2, 301f., Pok. 746, W.-Hofmann s. mōlēs, Vasmer s. májatь.
See also: S. auch μόλις und μῶλυς.

Middle Liddell

μῶλος, ὁ,
the toil and moil of war, Il.; ξείνου καὶ Ἴρου μ. the struggle between Irus and the stranger, Od.

Frisk Etymology German

μῶλος: {mō̃los}
Grammar: m.
Meaning: Kampf, Kampfgetümmel (Il. σ 233, Hes. Sc. 257; danach Archil. 3).
Composita: Als Hinterglied in εὔμωλος· ἀγαθὸς πολσμιστής, εὔοπλος (H.) mit Εὐμωλίων (Sparta); außerdem in den aus Gortyn stammenden, semantisch zusammengehörigen ἀντίμωλος = ’ἀντίδικος, Widersacher vor Gericht’ mit ἀντι- μωλία· δίκη εἰς ἥν οἱ ἀντίδικοι παραγίνονται (H. s. μωλεῖ), ἀμφίμωλος um den ein Prozeß geführt wird, streitig, ἀμωλεί ohne Prozeß, unsicher ἀγχεμω[λία], = ’ἀγχιστεία’?
Derivative: Denom. Verb. μωλέω, auch mit ἀμφι-, ἀπο-, ἐπι-, prozessieren (gort.), μωλεῖ· μάχεται, μωλήσεται· μαχήσεται, πικρανθήσεται H. — Hierher wohl auch Μώλεια n. pl. N. eines arkad. Festes (Sch. A. R. 1, 164).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Gewöhnlich mit Bezzenberger-Fick BB 6, 239 u.a. zu lat. mōlēs wuchtige Masse, Schwere, Anstrengung, Mühe gestellt; urspr. Bed. dann *‘Anstrengung, Mühe o.ä.’ (noch in μῶλος Ἄρηος erhalten?), woraus Kampf (vgl. πόνος); daraus mit Übertragung in die Rechtssphäre Prozeß; vgl. διώκειν, φεύγειν und Trümpy Fachausdrucke 160ff., Ruijgh L’élém. ach. 95f. Ein ganz hypothetischer Versuch, μῶλος und mōlēs morphologisch miteinander eng zu verknüpfen, von Pedersen Cinq. décl. lat. 62 (Schwyzer 425). —Abtrennung eines l-Suffixes ermöglicht Anschluß an eine germ.-slav. Wortgruppe, z.B. ahd. muoan ‘beschweren, mühen’ (mit müde usw.), russ. máj-u, -atь ermüden, erschöpfen, plagen. Weitere Formen mit reicher Lit. bei WP. 2, 301f., Pok. 746, W.-Hofmann s. mōlēs, Vasmer s. májatь. S. auch μόλις und μῶλυς.
Page 2,282

Mantoulidis Etymological

(=μόχθος τοῦ πολέμου, κόπος, ἀγώνας). Συγγεν. μέ τά μόλις, λατ. moles, molestus.