χειρουργέω

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργέω Medium diacritics: χειρουργέω Low diacritics: χειρουργέω Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: cheirourgéō Transliteration B: cheirourgeō Transliteration C: cheirourgeo Beta Code: xeirourge/w

English (LSJ)

A do with the hand, execute, διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα Antipho 1.20; especially of acts of violence, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Th.8.69, cf. Aeschin.2.117.
2 make by hand, build, οἰκοδομίαν Ael.NA3.24:—Pass., πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Pl.Criti.117c.
b use as material, work in, ἐλέφαντα cj. in Ael.NA17.32.
3 practise an art, especially of music, ᾄδοντές τε καὶ χειρουργοῦντες Arist.Pol.1340b20, cf. 1342a3, Iamb.Comm.Math.26; produce by art, of hatching eggs by artificial means, D.S.1.74:—Pass., to be highly cultivated, of vines, ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας Id.3.62; to be dressed, of meats, Megasth.28.
4 of surgeons, operate, Hp.Flat.1, Plu.2.71a, Gal.2.228: c. acc., operate upon, Sor. 1.4, Artem.4.2:—Pass., ὁ χειρουργηθεὶς ἄνθρωπος Gal.10.943.
5 sens. obsc., D.L.6.46.

German (Pape)

[Seite 1347] mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Gegensatz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler avec la main, d'où
1 faire un travail manuel, exercer un métier, pratiquer un art : οἱ χειρουργοῦντες ÉL les artisans ou les artistes;
2 faire une opération, opérer t. de chirurg.
3 préparer, fabriquer ; construire, confectionner;
4 manier, particul. jouer d'un instrument;
5 maltraiter, user de violence envers;
6 agir, mettre en exécution, accomplir.
Étymologie: χειρουργός.

Russian (Dvoretsky)

χειρουργέω:
1 заниматься ручным трудом: οἱ χειρουργοῦντες Arst. ремесленники;
2 делать, устраивать, строить (ἱερὰ καὶ γυμνάσια Plat.): εἴ τί που δέοι χ. Thuc. на случай необходимости что-л. сделать;
3 обрабатывать (αἱ ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργούμεναι ἄμπελοι Diod.);
4 действовать (οἱ χειρουργήσαντες καὶ βουλεύσαντες Aeschin.);
5 заниматься врачебными операциями (οἱ χειρουργοῦντες ἰατροί Plut.);
6 играть на музыкальном инструменте (ᾄδοντες τε καὶ χειρουργοῦντες Arst.);
7 мастурбировать Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργέω: (*ἔργω) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, κατεργάζομαι, δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ ἐπίχειρα ὧν ἀξία ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· μάλιστα ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) κατασκευάζω διὰ τῆς χειρός, κτίζω, πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― παράγω διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, οἷον ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., μεγάλης καλλιεργίας τυγχάνω, ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.

Greek Monotonic

χειρουργέω: (χειρουργός
1. κάνω κάτι με τα χέρια, εκτελώ, ιδίως, λέγεται για πράξεις βίας, σε Θουκ., Αισχίν.
2. έχω στο χέρι, ασκώ πρακτικώς, σε Αριστ.

Middle Liddell

χειρουργέω, χειρουργός
1. to do with the hand, execute, especially of acts of violence, Thuc., Aeschin.
2. to have in hand, pursue practically, Arist.