παράταξις

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρᾰ́τᾰξῐς Medium diacritics: παράταξις Low diacritics: παράταξις Capitals: ΠΑΡΑΤΑΞΙΣ
Transliteration A: parátaxis Transliteration B: parataxis Transliteration C: parataksis Beta Code: para/tacis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A placing side by side, Theophrastus CP1.6.1.
2 marshalling, line of battle, π. ποιεῖσθαι Isoc. 10.53; ἐν τῷ μεταξὺ χωρίω τῶν π. Plb.15.12.3; ἡ π. τοῦ πολέμου LXX Nu.31.14; ἐν π. ἀποθνῄσκειν Phld. Mort.29; ὡς ἐν παρατάξει Arr.Epict.3.22.69; ἐκ παρατάξεως in pitched battle, Th.5.11, D.9.49, Aeschin.3.88; ἐν ταῖς προγεγενημέναις π. in the previous battles, Plb.1.40.1; μετὰ τὰν π. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Schwyzer 289.105 (Priene, ii B.C.), cf. IG 42(1).28.1 (Epid., ii B.C.).
b front rank of the phalanx, Ascl.Tact.2.5, Ael. Tact.7.1.
II of marshalling a political party, τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε… καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Aeschin.3.1; conspiracy, intrigue, ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου D.44.3; partisanship, φιλονεικία καὶ π. τῶν θεατῶν Plu.Cim.8; obstinate opposition, κατὰ ψιλὴν π. ὡς οἱ Χριστιανοί M.Ant.11.3.

German (Pape)

[Seite 501] ἡ, das Neben- od. Gegenüberstellen, bes. das Ordnen des Heeres zur Schlacht, Pol. 6, 26, 11, u. häufig die Schlachtordnung, τὸ μεταξὺ χωρίον τῶν παρατάξεων, 15, 12, 3; χωρία παράταξιν μὴ δεχόμενα, wo sich die Schlachtordnung, die Reihe nicht entwickeln kann, Plut. Camill. 29; Dem. 9, 49 vrbdt ὁρᾶτε οὐδὲν ἐκ παρατάξεως οὐδὲ μάχης γιγνόμενον; u. so kann man es Treffen selbst übersetzen, ἡ πρὸς Γίγαντας, Isocr. 10, 53, eigtl. das sich gegenüber Aufstellen; Thuc. 5, 11 διὰ τὸ μὴ ἐκ παρατάξεως, ἀπὸ δὲ τοιαύτης ξυντυχίας τὴν μάχην μᾶλλον γενέσθαι; Aesch. 3, 88 ἐκ παρατάξεως μάχῃ κρατήσαντες; u. ä. Pol. 2, 21, 5. 26, 8 u. öfter, wie die Folgdn, wo immer an eine regelmäßige Schlachtordnung zu denken ist; übertr., Wetteifer, neben φιλονεικία Plut. Cim. 8; auch die Vorkehrungen, die man zu einem Kampfe, Processe trifft, der παρασκευή entsprechend, Aesch. 3, 1; vgl. Dem. 44, 3, in welchen Fällen man es auch »Faktion« übersetzt.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de ranger une armée en bataille : ἡ ἐκ παρατάξεως μάχη THC combat en bataille rangée ; bataille rangée, combat;
2 p. anal. dispositions préparatoires, menées, intrigues qui précèdent l'ouverture d'un procès.
Étymologie: παρατάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράταξις -εως, ἡ [παρατάττω] opstelling in slaglinie:. ἐκ παρατάξεως in een geregelde veldslag Thuc. 5.11.2. strijd; rivaliteit.

Russian (Dvoretsky)

παράταξις: εως ἡ
1 выстраивание в боевой порядок Polyb.;
2 боевой порядок: ἐκ παρατάξεως Thuc., Dem. в боевом порядке; δέξασθαι παράταξιν Plut. позволить развернуться в боевой порядок;
3 битва, бой (ἡ πρὸς Γίγαντας π. Isocr.): ἐν ταῖς προγεγενημέναις παρατάξεσι Polyb. в предыдущих боях;
4 вражда, спор (π. καὶ φιλονεικία Plut.);
5 юр., полит. подготовительные мероприятия (против другой стороны), принятие мер (παρασκευὴ καὶ π. Aeschin.);
6 грам. паратакс(ис), сочинение (лат. coordinatio).

Greek Monotonic

παράταξις: ἡ,
I. θέση στη γραμμή της μάχης, ἐκ παρατάξεως, σε κανονική μάχη, σε Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πολιτική παράταξη, πολιτική μερίδα, σε Αισχίν., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παράταξις: ἡ, τὸ τάσσειν τὸν ἕνα πλησίον τοῦ ἄλλου, παράταξις στρατοῦ, ὡς καὶ νῦν, π. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 216D· ἐν τῷ μεταξὺ χωρίῳ τῶν π. Πολύβ. 15. 12, 3· ὡς ἐν παρατάξει Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 69· ἐκ παρατάξεως, ἐν κανονικῇ μάχῃ, Θουκ. 5, 11, Δημ. 123. 24, Αἰσχίν. 66. 15· οὕτως, ἐν ταῖς προγεγενημέναις π., κατὰ τὰς προηγουμένας μάχας, Πολύβ. 1. 40, 1· μετὰ τὰν παρ. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Ἐπιγραφ. Πριην. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Α. 9. ΙΙ. ἐπὶ τῆς παρατάξεως πολιτικῆς μερίδος, τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε.. καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Αἰσχίν. 53. 2· ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου Δημ. 1081. 13· π. καὶ φιλονεικία Πλουτ. Κίμων 8· πρβλ. παρασκευάζω Β. Ι. 2, Παρασκευὴ Ι. 3.

Middle Liddell

παράταξις, εως,
I. a placing in line of battle, ἐκ παρατάξεως in regular battle, Thuc., etc.
II. of marshalling a political party, arrangement, Aeschin., Dem. [from παρατάσσω

English (Woodhouse)

drawing up in order, line of battle, line of soldiers, military arrangement, order of battle, party intrigue

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)