διαστατός
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
διαστατόν, also ή, όν Lyd.Mens.4.76:—
A torn by faction, πόλις Men.515.
II having extension or dimension, σῶμα δ. τριχῇ Apollodor.Stoic.3.259, cf. Ph.1.8, etc.; opp. ἀμερής, Procl.Inst.176; τὸ πάντῃ δ. Plu.2.1023b; δ. πράγματα Dam.Pr.375. Adv. διαστατῶς = dimensionally or in extension, Porph.Sent.33, Syrian, in Metaph.85.14; opp. νοερῶς, Procl. in Cra.p.55 P.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Basil.Eunom.533A]
I 1divisible σύνθετοι καὶ διαστατοὶ ὄγκοι Iambl.Comm.Math.14, ὁ τοιοῦτος ἀριθμὸς ἐπίπεδος κεκλήσεται· διχῇ γὰρ ἤδη δ. Iambl.in Nic.58, ὁ χρόνος Olymp.in Alc.81, cf. Phlp.in Ph.705.5.
2 fig. sumido en la discordia, presa de disensiones βοῶν ποιείτω τὴν πόλιν διάστατον (sic) Men.Fr.448, ἡ τῶν διαστατῶν μάχη el conflicto de las partes en discordia Plot.3.2.16.
3 dotado de dimensiones, extendido en el espacio τὴν ψυχὴν ἰδέαν εἶναι τοῦ πάντῃ διαστατοῦ que el alma es la forma de lo que está extendido en todas direcciones Posidon.141a, cf. Speus.54a, Iambl.Comm.Math.9, σῶμά ἐστι τὸ τριχῇ δ., πλάτει βάθει μήκει Plu.2.882f, cf. Apollod.Stoic.3.259, Porph.in Tim.38, in Cat.103.23, Aristid.Quint.109.25, Procl.Inst.176, Olymp.in Alc.165, κύβοι τριχῆ διαστατοί Theol.Ar.47, τριχῇ διαστατοί μετὰ ἀντιτυπίας Alex.Aphr.in Top.380.18, πράγματα Dam.in Prm.375, ὁ τόπος Simp.in Ph.630.1, μὴ ὑπάρχειν αὐτοῦ (θεοῦ) τριχῆ διαστατὴν τὴν οὐσίαν Basil.l.c., τὸ δ' ἐπὶ δύο δ. ἐπιφάνεια el espacio con dos dimensiones es la superficie Ph.2.184.
II adv. διαστατῶς
1 separadamente, en fragmentos διαστατῶς καὶ μεριστῶς Iambl.Myst.3.11, δ. τε καὶ κατακεχωρισμένως Cyr.Al.M.75.81D.
2 en forma dimensional op. ἀμερῶς: ὁ μὲν κόσμος τῷ νοητῷ δ. πάρεστι Porph.Sent.33, cf. Syrian.in Metaph.85.14, op. νοερῶς Procl.in Cra.55.
Greek (Liddell-Scott)
διαστατός: ή, όν ἔχων ἔκτασιν, διαστάσεις, Πλούτ. 2. 1023Β, Νικόμ. 116. 2· ὁ δυνάμενος διαστῆναι, διαιρέσιμος, Διογ. Λ. 7. 135.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαστατός, -ή, -όν)
αυτός που έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος)
αρχ.
αυτός που μπορεί να διαχωριστεί, να διαιρεθεί.